Anonymous

ἀνομέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνομέω''': εἶμαι [[ἄνομος]], [[πράττω]] ἀνομίαν, παρανομῶ, τοὺς περὶ τὸ ἱρὸν ἀνομήσαντας Ἡρόδ. 1. 144.
|lstext='''ἀνομέω''': εἶμαι [[ἄνομος]], [[πράττω]] ἀνομίαν, παρανομῶ, τοὺς περὶ τὸ ἱρὸν ἀνομήσαντας Ἡρόδ. 1. 144.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />vivre <i>ou</i> agir illégalement.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνομος]].
}}
}}