3,274,873
edits
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀβᾰσάνιστος''': ον· μὴ ἐξετασθεὶς διὰ βασάνου ἢ ἐρωτήσεων, μὴ βασανισθείς, μὴ ἐρωτηθείς. Ἀντιφῶν 112, 46. ἀβ. θνήσκειν = Ἰωσήπ. Ἰουδ. πολ. Ι, 32, 3. ἀβ. βλέπειν (δηλ. τὸν ἥλιον) = [[ἄνευ]] πόνου, ἐπὶ τῶν ἱεράκων. Αἰλ. περὶ Ζ. Ἰδ. 10. 14. 2) Περὶ πραγμάτων = ἀδοκίμαστον, ἀνεξέταστον. ἀβ. παραλείπειν τι. Πλουτ. 2. 59 Β. 3) ἐπίρρ. -τως [[ἄνευ]] ζητήσεως ἢ ἐρωτήσεως. Θουκ. 1, 20. Πλουτ. 2. 28. Β. | |lstext='''ἀβᾰσάνιστος''': ον· μὴ ἐξετασθεὶς διὰ βασάνου ἢ ἐρωτήσεων, μὴ βασανισθείς, μὴ ἐρωτηθείς. Ἀντιφῶν 112, 46. ἀβ. θνήσκειν = Ἰωσήπ. Ἰουδ. πολ. Ι, 32, 3. ἀβ. βλέπειν (δηλ. τὸν ἥλιον) = [[ἄνευ]] πόνου, ἐπὶ τῶν ἱεράκων. Αἰλ. περὶ Ζ. Ἰδ. 10. 14. 2) Περὶ πραγμάτων = ἀδοκίμαστον, ἀνεξέταστον. ἀβ. παραλείπειν τι. Πλουτ. 2. 59 Β. 3) ἐπίρρ. -τως [[ἄνευ]] ζητήσεως ἢ ἐρωτήσεως. Θουκ. 1, 20. Πλουτ. 2. 28. Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non mis à la question ; sans souffrance, sans gêne;<br /><b>2</b> qu’on ne cherche pas à savoir au moyen de la torture ; <i>en gén.</i> non examiné, non recherché.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[βασανίζω]]. | |||
}} | }} |