Anonymous

ἀβάσκαντος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβάσκαντος''': ον· μὴ ὑποκείμενος εἰς βασκανίαν. Συλλ. Ἐπιγρ. 5053, 5119· οὐσιαστ. ἀβάσκαντον, τό· [[φυλακτήριον]]· παρὰ Διοσκορ. ἐπίρρ. -τως, Ἀνθ. Π. 11, 267.
|lstext='''ἀβάσκαντος''': ον· μὴ ὑποκείμενος εἰς βασκανίαν. Συλλ. Ἐπιγρ. 5053, 5119· οὐσιαστ. ἀβάσκαντον, τό· [[φυλακτήριον]]· παρὰ Διοσκορ. ἐπίρρ. -τως, Ἀνθ. Π. 11, 267.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est à l’abri des sortilèges;<br /><b>2</b> qui protège des sortilèges.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[βασκαίνω]].
}}
}}