Anonymous

ἀγάννιφος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγάννῐφος''': -ον, ὁ χιόνι πολλῇ νιφόμενος, κεκαλυμμένος ὑπὸ χιόνος, [[Ὄλυμπος]], Ἰλ. Α, 420.
|lstext='''ἀγάννῐφος''': -ον, ὁ χιόνι πολλῇ νιφόμενος, κεκαλυμμένος ὑπὸ χιόνος, [[Ὄλυμπος]], Ἰλ. Α, 420.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />couvert de neiges abondantes.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαν]], [[νίφω]].
}}
}}