Anonymous

ἀγέλαστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγέλαστος''': -ον, ([[γελάω]]), ὁ μὴ γελῶν, [[σοβαρός]], [[σκυθρωπός]], Ὕμ. Ὁμηρ. εἰς Δήμ. 200· ἀγ. πρόσωπα βιαζόμενοι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 794· ἐπίθ. τοῦ Κράσσου Λουκίλ. παρὰ Κικέρωνι Fin. 5. 30. ― μεταφ., ἀγέλαστα φθέγγεσθαι, Ἡράκλ. παρὰ Πλουτ. 2. 397Α, ἀγ. [[φρήν]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 418, [[βίος]], Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ», 1. ΙΙ. παθητ., οὐχὶ ἀξιογέλαστος, οὐχὶ σμικρὸς ἢ [[ἀνάξιος]] λόγου, ξυμφοραί, Αἰσχύλ. Χο. 30· [[ὡσαύτως]] ὡς ἑτέρα γραφ. ἐν Ὀδ. Θ. 307.
|lstext='''ἀγέλαστος''': -ον, ([[γελάω]]), ὁ μὴ γελῶν, [[σοβαρός]], [[σκυθρωπός]], Ὕμ. Ὁμηρ. εἰς Δήμ. 200· ἀγ. πρόσωπα βιαζόμενοι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 794· ἐπίθ. τοῦ Κράσσου Λουκίλ. παρὰ Κικέρωνι Fin. 5. 30. ― μεταφ., ἀγέλαστα φθέγγεσθαι, Ἡράκλ. παρὰ Πλουτ. 2. 397Α, ἀγ. [[φρήν]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 418, [[βίος]], Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ», 1. ΙΙ. παθητ., οὐχὶ ἀξιογέλαστος, οὐχὶ σμικρὸς ἢ [[ἀνάξιος]] λόγου, ξυμφοραί, Αἰσχύλ. Χο. 30· [[ὡσαύτως]] ὡς ἑτέρα γραφ. ἐν Ὀδ. Θ. 307.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne rit pas, grave, triste;<br /><b>2</b> dont on ne rit pas, triste, funeste.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[γελάω]].
}}
}}