Anonymous

ἀγγεῖον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
mNo edit summary
(Bailly1_1)
Line 18: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγγεῖον''': Ἰων. -ήϊον, τό, ([[ἄγγος]]) = [[ἀγγεῖον]] παντὸς εἴδους δυνάμενον νὰ περιλάβῃ ὑγρὰς ἢ ξηρὰς οὐσίας, (τοῦτο τὸ [[ὄργανον]]... ξηροῖς καὶ ὑγροῖς καὶ ἐμπύροις καὶ ἀπύροις παντοδαπὸν [[εἶδος]] ἐργασθέν, [[ἀγγεῖον]] ὃ δὴ μιᾷ κλήσει προσφεγγόμεθα, Πλάτ. Πολιτικὸς 287Ε), - ἐκ μετάλλου, ἀργύρεα ἀγγ., ἐξ ἀργύρου ὑδρίαι ἢ δοχεῖα ὕδατος, Ἡρόδ. 1, 188, ἀργυρᾶ καὶ χαλκᾶ ἀγγ., Πλούτ. 2. 695, ἐν ἀγγείῳ χαλκῷ, ἐν ἰγδίῳ, Θεοφράστ. λιθ. 60· - ξύλινα ἀγγ., μεγάλοι κάδοι ἢ ἀγγ. ἐκ ξύλου, Ἡρόδ. 4, 2· - ἀγγεῖα περιέχοντα χρήματα ἐντὸς θησαυροφυλακίου, ὁ αὐτ. 2. 121. 2· πρὸς χρῆσιν τῶν κτιστῶν ἢ οἰκοδόμων, Θουκ. 4. 4· - ὀστράκινα ἀγγεῖα, πήλινα, Ἱππ. 668. 21, Ἑβδ. (Θρην. δ΄, 2)· - καδίσκοι ἐν χρήσει πρὸς κατάσβεσιν [[πυρός]], Πλούτ. Ρωμ. 20· - ὡσαύτ. σάκκοι, ἀσκοὶ ἐκ βύρσης, δέρματος, θύλακοι καὶ ἄλλα ἀγγ., Ξεν. Ἀν. 6. 4, 23, τὰς ῥαφὰς τῶν ἀγγ., Πλούτ. Λυσ. 16· πρὸς ἔνθεσιν σίτου, Ἑβδ. (Γεν. μβ΄, 25)· οἴνου, Ἑβδ. (Βασ. Α΄, κε΄, 18). 2) [[καθόλου]], [[δοχεῖον]], Ξεν. Οἰκ. 9, 2, Πλάτ. Κριτίας 111Α, Νόμ. 845Ε. 3) [[σαρκοφάγος]], [[λάρναξ]], [[νεκροθήκη]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4300v καὶ ἀλλ. ΙΙ. ἐν τῶ ἀνθρωπίνω σώματι, [[ἀγγεῖον]], [[ὄργανον]], [[κυψέλη]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 20, 1· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν φλεβῶν, αὐτ. 2, καὶ ἀλλ.· περὶ τοῦ στομάχου, αὐτ. Μορ. Ζ. 4, 5, 39· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 5. 7. 14· τοῦ γυναικείου στήθους, αὐτ. Μορ. Ζ. 4. 11. 19· ἐπὶ φυτῶν = [[κέλυφος]], Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 11. 1: - παρ’ Ἐκκλ. αὐτὸ τὸ [[σῶμα]], ὡς λέγεται καὶ τὸ [[σκεῦος]].
|lstext='''ἀγγεῖον''': Ἰων. -ήϊον, τό, ([[ἄγγος]]) = [[ἀγγεῖον]] παντὸς εἴδους δυνάμενον νὰ περιλάβῃ ὑγρὰς ἢ ξηρὰς οὐσίας, (τοῦτο τὸ [[ὄργανον]]... ξηροῖς καὶ ὑγροῖς καὶ ἐμπύροις καὶ ἀπύροις παντοδαπὸν [[εἶδος]] ἐργασθέν, [[ἀγγεῖον]] ὃ δὴ μιᾷ κλήσει προσφεγγόμεθα, Πλάτ. Πολιτικὸς 287Ε), - ἐκ μετάλλου, ἀργύρεα ἀγγ., ἐξ ἀργύρου ὑδρίαι ἢ δοχεῖα ὕδατος, Ἡρόδ. 1, 188, ἀργυρᾶ καὶ χαλκᾶ ἀγγ., Πλούτ. 2. 695, ἐν ἀγγείῳ χαλκῷ, ἐν ἰγδίῳ, Θεοφράστ. λιθ. 60· - ξύλινα ἀγγ., μεγάλοι κάδοι ἢ ἀγγ. ἐκ ξύλου, Ἡρόδ. 4, 2· - ἀγγεῖα περιέχοντα χρήματα ἐντὸς θησαυροφυλακίου, ὁ αὐτ. 2. 121. 2· πρὸς χρῆσιν τῶν κτιστῶν ἢ οἰκοδόμων, Θουκ. 4. 4· - ὀστράκινα ἀγγεῖα, πήλινα, Ἱππ. 668. 21, Ἑβδ. (Θρην. δ΄, 2)· - καδίσκοι ἐν χρήσει πρὸς κατάσβεσιν [[πυρός]], Πλούτ. Ρωμ. 20· - ὡσαύτ. σάκκοι, ἀσκοὶ ἐκ βύρσης, δέρματος, θύλακοι καὶ ἄλλα ἀγγ., Ξεν. Ἀν. 6. 4, 23, τὰς ῥαφὰς τῶν ἀγγ., Πλούτ. Λυσ. 16· πρὸς ἔνθεσιν σίτου, Ἑβδ. (Γεν. μβ΄, 25)· οἴνου, Ἑβδ. (Βασ. Α΄, κε΄, 18). 2) [[καθόλου]], [[δοχεῖον]], Ξεν. Οἰκ. 9, 2, Πλάτ. Κριτίας 111Α, Νόμ. 845Ε. 3) [[σαρκοφάγος]], [[λάρναξ]], [[νεκροθήκη]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4300v καὶ ἀλλ. ΙΙ. ἐν τῶ ἀνθρωπίνω σώματι, [[ἀγγεῖον]], [[ὄργανον]], [[κυψέλη]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 20, 1· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν φλεβῶν, αὐτ. 2, καὶ ἀλλ.· περὶ τοῦ στομάχου, αὐτ. Μορ. Ζ. 4, 5, 39· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 5. 7. 14· τοῦ γυναικείου στήθους, αὐτ. Μορ. Ζ. 4. 11. 19· ἐπὶ φυτῶν = [[κέλυφος]], Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 11. 1: - παρ’ Ἐκκλ. αὐτὸ τὸ [[σῶμα]], ὡς λέγεται καὶ τὸ [[σκεῦος]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> vase, <i>p. ext.</i> récipient, réservoir;<br /><b>2</b> <i>pudenda muliebria</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγγος]].
}}
}}