3,240,908
edits
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁγνεία''': ἡ, ([[ἁγνεύω]]) [[καθαρότης]], [[σωφροσύνη]], Σοφ. Ο. Τ. 864 (λυρ.), Ἀνθ. Π. Παραρτ, 99. Κ. Δ., τῶν θεῶν, Ἀντιφ. 116. 11. ΙΙ. αὐστηρὰ [[τήρησις]] θρησκευτικῶν καθηκόντων, Πλάτ. Νόμ. 909Ε κτλ.: - ἐν τῷ πληθ., ἁγνισμοί, Ἰσοκρ. 225D. Ψευδο-Φωκυλίδ., 215. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. 10. | |lstext='''ἁγνεία''': ἡ, ([[ἁγνεύω]]) [[καθαρότης]], [[σωφροσύνη]], Σοφ. Ο. Τ. 864 (λυρ.), Ἀνθ. Π. Παραρτ, 99. Κ. Δ., τῶν θεῶν, Ἀντιφ. 116. 11. ΙΙ. αὐστηρὰ [[τήρησις]] θρησκευτικῶν καθηκόντων, Πλάτ. Νόμ. 909Ε κτλ.: - ἐν τῷ πληθ., ἁγνισμοί, Ἰσοκρ. 225D. Ψευδο-Φωκυλίδ., 215. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> pureté, chasteté;<br /><b>2</b> purification.<br />'''Étymologie:''' [[ἁγνεύω]]. | |||
}} | }} |