3,274,216
edits
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγλαός''': -ή, -όν, ὡσαύτ. -ός, -όν. Θέογν. 985, Εὐρ. Ἀνδρ. 135: - [[λαμπρός]], [[φαεινός]], [[στιλπνός]], [[συχνάκις]] ὡς ἐπίθ. ὡραίων πραγμάτων, ἀγλ. [[ὕδωρ]], Ἰλ. Β. 307. κτλ.· γυῖα, Τ. 385· [[μηρία]], Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 335· ἥβης ἀγλαὸν [[ἄνθος]], Τυρτ. 10. 28, πρβλ. Θέογν. ἔνθ ἀνωτ.· ἐπὶ τοῦ ἡλίου. Ἐμπεδ. 172· - ἀκολούθως [[καθόλου]], [[λαμπρός]], [[ὡραῖος]]· [[ἄποινα]], Ἰλ. Α. 23· δῶρα, αὐτόθ. 213, κτλ.· ἔργα, Ὀδ. Κ. 223· [[ἄλσος]], Ἰλ. Β. 506· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ., κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ὡραῖος]], ἢ [[περίφημος]], [[εὐγενής]], Ἰλ. Β. 736, 826, κτλ.· μ. δοτ. πράγμ., [[περίφημος]] διά τι, κέρᾳ [[ἀγλαός]], σκωπτικῶς. Ἰλ. Λ. 385. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ἀρχ. Ἐπ. καὶ Λυρ. καὶ μόνον δὶς εὑρίσκεται παρὰ τοῖς Τραγ. ἐν λυρικοῖς χωρίοις, ἀγλαὰς Θήβας, Σοφ. Ο. Τ. 152· Νηρηΐδος ἀγλαὸν ἕδραν, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. Εὑρίσκεται [[ὅμως]] παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ποιηταῖς, π.χ. Θεοκρ. 28, 3, καὶ τὸ ἐπίρρ. ἀγλαῶς ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 640· πρβλ. τὰ παράγωγα [[ἀγλαΐζω]], [[ἀγλάϊσμα]], [[ἀγλαώψ]]. (Ἴσως συγγενὲς τῷ [[ἀγάλλω]]) [ᾱγλᾰος, οὕτω καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις.] | |lstext='''ἀγλαός''': -ή, -όν, ὡσαύτ. -ός, -όν. Θέογν. 985, Εὐρ. Ἀνδρ. 135: - [[λαμπρός]], [[φαεινός]], [[στιλπνός]], [[συχνάκις]] ὡς ἐπίθ. ὡραίων πραγμάτων, ἀγλ. [[ὕδωρ]], Ἰλ. Β. 307. κτλ.· γυῖα, Τ. 385· [[μηρία]], Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 335· ἥβης ἀγλαὸν [[ἄνθος]], Τυρτ. 10. 28, πρβλ. Θέογν. ἔνθ ἀνωτ.· ἐπὶ τοῦ ἡλίου. Ἐμπεδ. 172· - ἀκολούθως [[καθόλου]], [[λαμπρός]], [[ὡραῖος]]· [[ἄποινα]], Ἰλ. Α. 23· δῶρα, αὐτόθ. 213, κτλ.· ἔργα, Ὀδ. Κ. 223· [[ἄλσος]], Ἰλ. Β. 506· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ., κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ὡραῖος]], ἢ [[περίφημος]], [[εὐγενής]], Ἰλ. Β. 736, 826, κτλ.· μ. δοτ. πράγμ., [[περίφημος]] διά τι, κέρᾳ [[ἀγλαός]], σκωπτικῶς. Ἰλ. Λ. 385. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ἀρχ. Ἐπ. καὶ Λυρ. καὶ μόνον δὶς εὑρίσκεται παρὰ τοῖς Τραγ. ἐν λυρικοῖς χωρίοις, ἀγλαὰς Θήβας, Σοφ. Ο. Τ. 152· Νηρηΐδος ἀγλαὸν ἕδραν, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. Εὑρίσκεται [[ὅμως]] παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ποιηταῖς, π.χ. Θεοκρ. 28, 3, καὶ τὸ ἐπίρρ. ἀγλαῶς ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 640· πρβλ. τὰ παράγωγα [[ἀγλαΐζω]], [[ἀγλάϊσμα]], [[ἀγλαώψ]]. (Ἴσως συγγενὲς τῷ [[ἀγάλλω]]) [ᾱγλᾰος, οὕτω καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις.] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> brillant, éclatant, splendide ; <i>p. ext.</i> beau, magnifique ; <i>en parl. de pers.</i> beau ; noble, illustre;<br /><b>2</b> <i>ironiq.</i> brillant, fier ; [[κέρᾳ]] ἀγλαέ IL (toi qui es) fier d’un morceau de corne <i>en parl. d’un archer qui combat de loin avec son arc</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀγάλλω]]. | |||
}} | }} |