Anonymous

ἄγαμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄγᾰμος''': -ον, [[ἀνύμφευτος]], ὁ μὴ ἔχων γυναῖκα· [[κυρίως]] ἀναφέρεται εἰς τὸν ἄνδρα, [[εἴτε]] [[ὅλως]] [[ἄγαμος]] διετέλεσεν, [[εἴτε]] ἐν χηρείᾳ διατελεῖ, ἐπὶ δὲ γυναικὸς κεῖται [[ἄνανδρος]], Ἰλ. Γ. 40, καὶ παρὰ πεζοῖς· οὕτω, ζῶ δὲ Τίμωνος βίον, ἄγαμον, ἄδουλον, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1· -ἀλλὰ κεῖται τὸ [[ἄγαμος]] καὶ ἐπὶ γυναικὸς παρ’ Αἰσχύλ. Ἱκ. 143, Σοφ. Ο. Τ. 1502, Ἀντ. 867, καὶ Εὐρ. ΙΙ. [[γάμος]] [[ἄγαμος]], [[ὀλέθριος]] [[γάμος]], Σοφ. Ο. Τ. 1214, Εὐρ. Ἑλ. 690, ὡς τὸ [[βίος]] [[ἄβιος]], κτλ.
|lstext='''ἄγᾰμος''': -ον, [[ἀνύμφευτος]], ὁ μὴ ἔχων γυναῖκα· [[κυρίως]] ἀναφέρεται εἰς τὸν ἄνδρα, [[εἴτε]] [[ὅλως]] [[ἄγαμος]] διετέλεσεν, [[εἴτε]] ἐν χηρείᾳ διατελεῖ, ἐπὶ δὲ γυναικὸς κεῖται [[ἄνανδρος]], Ἰλ. Γ. 40, καὶ παρὰ πεζοῖς· οὕτω, ζῶ δὲ Τίμωνος βίον, ἄγαμον, ἄδουλον, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1· -ἀλλὰ κεῖται τὸ [[ἄγαμος]] καὶ ἐπὶ γυναικὸς παρ’ Αἰσχύλ. Ἱκ. 143, Σοφ. Ο. Τ. 1502, Ἀντ. 867, καὶ Εὐρ. ΙΙ. [[γάμος]] [[ἄγαμος]], [[ὀλέθριος]] [[γάμος]], Σοφ. Ο. Τ. 1214, Εὐρ. Ἑλ. 690, ὡς τὸ [[βίος]] [[ἄβιος]], κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non marié, célibataire, veuf;<br /><b>2</b> [[γάμος]] [[ἄγαμος]] SOPH union qui n’en est pas une, union funeste.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[γάμος]].
}}
}}