Anonymous

ἀγλαώψ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγλαώψ''': -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λαμπροὺς ὀφθαλμούς, λάμπων· ἀγλαῶπι πεύκᾳ, μὲ λάμπουσαν δᾷδα, Σοφ. Ο. Τ. 214 (λυρ.).
|lstext='''ἀγλαώψ''': -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λαμπροὺς ὀφθαλμούς, λάμπων· ἀγλαῶπι πεύκᾳ, μὲ λάμπουσαν δᾷδα, Σοφ. Ο. Τ. 214 (λυρ.).
}}
{{bailly
|btext=ῶπος (ὁ, ἡ)<br />à la flamme brillante (torche).<br />'''Étymologie:''' [[ἀγλαός]], [[ὤψ]].
}}
}}