Anonymous

ἄβυσσος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄβυσσος''': -ον, [[ἄνευ]] βυθοῦ, πυθμένος, μὴ μετρηθεὶς τὸ [[βάθος]]. ― Νείλου πηγαί, Ἡρόδ. 2. 28. ― ἄτης ἄβυσσον [[πέλαγος]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 470. Συνήθως = [[ἀμέτρητος]], [[ἀπέραντος]], [[ἀχανής]], [[ἄπειρος]], ὡς τὸ [[βαθύς]]· ― ἄβ. [[πλοῦτος]]. Αἰσχύλ. Θ. 950. [[ἀργύριον]]. Ἀριστοφ. Λυσ. 174· φρένα Δίαν καθορᾶν, ὄψιν ἄβυσσον. Αἰσχύλ. Ἱκ. 1059· ― [[λίμνη]], Ἀρ. Βάτ. 131· ― χάσματα, Εὐρ. Φοιν. 1599· [[πέλαγος]], ἀβ. πραγμάτων, Λουκ. ἀστρολ. 15. ΙΙ. ἡ [[ἄβυσσος]], ὡς παρ’ ἡμῖν ἡ [[θάλασσα]]. Ἑβδ. (Ἡσ. μδ΄ 27)· ἡ [[κόλασις]], ὁ ᾅδης. Εὐαγ. Λουκ. η΄ 31. Ἀποκάλ. θ΄ 1 κτλ. (περὶ τῆς ῥίζης ἴδ. [[βαθύς]]).
|lstext='''ἄβυσσος''': -ον, [[ἄνευ]] βυθοῦ, πυθμένος, μὴ μετρηθεὶς τὸ [[βάθος]]. ― Νείλου πηγαί, Ἡρόδ. 2. 28. ― ἄτης ἄβυσσον [[πέλαγος]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 470. Συνήθως = [[ἀμέτρητος]], [[ἀπέραντος]], [[ἀχανής]], [[ἄπειρος]], ὡς τὸ [[βαθύς]]· ― ἄβ. [[πλοῦτος]]. Αἰσχύλ. Θ. 950. [[ἀργύριον]]. Ἀριστοφ. Λυσ. 174· φρένα Δίαν καθορᾶν, ὄψιν ἄβυσσον. Αἰσχύλ. Ἱκ. 1059· ― [[λίμνη]], Ἀρ. Βάτ. 131· ― χάσματα, Εὐρ. Φοιν. 1599· [[πέλαγος]], ἀβ. πραγμάτων, Λουκ. ἀστρολ. 15. ΙΙ. ἡ [[ἄβυσσος]], ὡς παρ’ ἡμῖν ἡ [[θάλασσα]]. Ἑβδ. (Ἡσ. μδ΄ 27)· ἡ [[κόλασις]], ὁ ᾅδης. Εὐαγ. Λουκ. η΄ 31. Ἀποκάλ. θ΄ 1 κτλ. (περὶ τῆς ῥίζης ἴδ. [[βαθύς]]).
}}
{{bailly
|btext=ον, ον :<br />sans fond, d’une profondeur immense.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[βυσσός]].
}}
}}