ἀγρεῖος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγρεῖος''': -α, -ον, ([[ἀγρός]]), ὁ τοῦ ἀγροῦ, [[πλάτανος]], Ἀνθ. Π. 6. 35. 2) [[σκαιός]], φορτικὸς τοὺς τρόπους, ὡς τὸ [[ἄγροικος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 655, Θεσμ. 160.
|lstext='''ἀγρεῖος''': -α, -ον, ([[ἀγρός]]), ὁ τοῦ ἀγροῦ, [[πλάτανος]], Ἀνθ. Π. 6. 35. 2) [[σκαιός]], φορτικὸς τοὺς τρόπους, ὡς τὸ [[ἄγροικος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 655, Θεσμ. 160.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />rustique, grossier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρός]].
}}
}}