Anonymous

ἀγραυλέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγραυλέω''': εἶμαι [[ἄγραυλος]], ζῶ, [[διάγω]] ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἐκτὸς τῆς οἰκίας, Ἀριστ. Θαυμ. 11, Πλουτ. Νουμ. 4. Στράβ. 197· ἐπὶ ποιμένων Εὐαγ. Λουκ. β΄, 8.
|lstext='''ἀγραυλέω''': εἶμαι [[ἄγραυλος]], ζῶ, [[διάγω]] ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἐκτὸς τῆς οἰκίας, Ἀριστ. Θαυμ. 11, Πλουτ. Νουμ. 4. Στράβ. 197· ἐπὶ ποιμένων Εὐαγ. Λουκ. β΄, 8.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />séjourner, passer la nuit dans les champs ; <i>p. ext.</i> se trouver <i>ou</i> vivre en plein air, vivre dans les champs.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγραυλος]].
}}
}}