3,274,216
edits
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λογίζομαι''': ἀποθ.: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1263, Θουκ. 5. 87, κτλ.· μεταγεν. -ίσομαι Ρήτορες (Walz), 7. 1: - ἀόρ. ἐλογισάμην Εὐρ. Ὀρ. 555, Θουκ., κτλ.: πρκμ. λελόγισμαι Λυσ. 908. 2., 909. 5 (Reiske), Δημ.· - ὡς παθ. ἀείποτε ἐν τῷ πρκμ. λελόγισμαι (ἴδε κατώτ. ΙΙΙ)· ([[λόγος]]). Κυρίως ἐπὶ ἀριθμητικοῦ λογισμοῦ, [[λογαριάζω]], ὑπολογίζω, οὐκ ἐπισταμένους λογίζεσθαι Ἡρόδ. 2. 16· [[εὗρον]] λογιζόμενος ὁ αὐτ. 7. 28, πρβλ. 194, κτλ.· πλῆρες, ψήφοις λ. ὁ αὐτ. 2. 36· λόγισαι φαύλως, μὴ ψήφοις ἀλλ’ ἀπὸ χειρός, ὑπολόγισον κατὰ προσέγγισιν, ὄχι κανονικῶς ἀλλὰ ἐκ τοῦ προχείρου, Ἀριστοφ. Σφ. 656· - μετ’ αἰτ. πράγμ., λ. τοὺς τόκους, ὑπολογίζω τὸν τόκον, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 20· [[τρεῖς]] μνᾶς ἀναλώσας λογίσασθαι [[δώδεκα]], δαπανήσας τις μνᾶς [[τρεῖς]] νὰ βάλῃ εἰς τὸν λογαριασμὸν [[δώδεκα]], ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 381. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[λογαριάζω]], ὑπολογίζω ὅτι..., λογ. μύρια [[εἶναι]] [τὰ ἔτεα] Ἡρόδ. 2. 145· τὰς βλάβας, ἃς ἐλογίζετο αὐτῷ γεγενῆσθαι Δημ. 572. 1· ἢ [[ἄνευ]] αἰτιατ., Θηριππίδῃ μισθὸν ἀποδεδωκέναι λ. ὁ αὐτ. ἐν 819. 28. 3) λ. τινί τι, βάλλω εἰς τὸν λογαριασμόν τινος, Λατ. imputare, Λυσ. 908. 2., 909. 5 (ἐν τῷ πρκμ. λελόγισμαι)· τὰ ἀναλωμένα... οὐκ ἐλογιζόμην, «δὲν ἐλογάριαζα»..., Δημ. 264. 16· μεταφ., τὰ παραπτώματα λ. τινι Ἐπιστ. β΄ π. Κορ. 5. 19. 4) λογ. ἀπό..., ἀφαιρῶ ἀπό..., τὴν τροπήν... ἀπὸ τῶν [[ἑβδομήκοντα]] μνῶν... [[λογιστέον]] Δημ. 824. 25. ΙΙ. [[ἄνευ]] ἀναφορᾶς τινος εἰς ἀριθμούς, [[λαμβάνω]] εἰς τὸν λογαριασμόν, ὑπολογίζω, θεωρῶ, [[ταῦτα]] Ἡρόδ. 8. 53, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., ὡς Σοφ. Αἴ. 816, Ἀποσπ. 649, κτλ., (ἴδε ἐν λ. [[ἐνθυμέομαι]])· λ. τὰ ξυμφέροντα Θουκ. 1. 76· λ. τι [[πρός]] τινα, μετά τινος, Δημ. 63. 12 [[ὡσαύτως]], λ. [[περί]] τινος, «[[λογαριάζω]]», [[κάμνω]] λογαριασμούς, ὑπολογισμοὺς [[περί]]..., Ἡρόδ. 2. 22, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 11. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[λογαριάζω]], θεωρῶ, [[νομίζω]] ὅτι..., τὸν ἕτερον [παῖδα] οὐκ εἶναί μοι λ. Ἡρόδ. 1. 38· τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτὼ θεῶν λ. [[εἶναι]] ὁ αὐτ. ἐν 2. 46· οὕτω, λογίζ. ὅτι... ἢ ὡς..., Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 28., 6. 4, 6· λ. πρὸς ἐμαυτόν..., ὅτι..., Ἀνδοκ. 8. 4· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. καὶ μετοχ., Σμέρδιν οὐκ ἔτι ἐόντα λογίζεσθε Ἡρόδ. 3. 65· - οὕτω καὶ παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., θεωρῶ, [[λογαριάζω]] τι οὕτω καὶ οὕτω, τὸν καθ’ ἡμέραν βίον λογίζου σὸν [[[εἶναι]]], τὰ δ’ ἄλλα τῆς τύχης Εὐρ. Ἄλκ. 789· πολὺν [[[εἶναι]]] τὸν [[κάτω]] χρόνον ὁ αὐτ. ἐν 692· πάντα λ. ἁμαρτίας Ἀριστοφ. Σφ. 745· μίαν [[ἄμφω]] τὰς ἡμέρας λ., [[λογαριάζω]] τὰς δύο ἡμέρας ὡς μίαν, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 11. 3) μετ’ ἀπαρ., [[ὡσαύτως]], [[λογαριάζω]] ὅτι θὰ πράξω τι, ὑπολογίζω, [[περιμένω]] ὅτι..., ἐλογίζοντο ἐπισιτιεῖσθαι Ἡρόδ. 7. 176· ἐλογίζετο κατύπερθέ οἱ ἔσεσθαι τὰ πρήγματα ὁ αὐτ. 8. 136· λογιζόμενοι ἥξειν ἅμα ἡλίῳ δύνοντι Ξεν. Ἀν. 2. 2, 13· λελογισμένοι... [[εἰσί]]... διαζῆν Εὐρ. Ι. Α. 922, πρβλ. Ὀρ. 555· τί λογίζομ’... κομιεῖσθαι; Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 22. 4) [[λογαριάζω]], ἐπιστηρίζομαι εἰς..., εἴ τις δύο ἢ καὶ πλέους ἡμέρας λ., μάταιός ἐστι Σοφ. Τρ. 944. 5) [[συμπεραίνω]] συλλογιζόμενος, [[συμπεραίνω]] ὅτι..., μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Γοργ. 524Β, Ξεν. Ἀγησ. 7, 3· λ. ἐκ τῶνδε ὅτι..., ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 6. 1, 5, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 62D, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ὁ ἀόρ. ἐλογίσθην καὶ [[ἐνίοτε]] ὁ πρκμ. λελόγισμαι κεῖνται ἐπὶ παθ. σημασίας, ὡς ἡ μετοχ. τοῦ ἐνεστ. λογιζόμενον παρ’ Ἡροδ. 3. 95· χρήματα εἰς [[ἀργύριον]] λογισθένα, ὑπολογιζόμενα εἰς ἄργυρον, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 33· ὁπλῖται ἐλογίσθησαν οὐκ ἐλάττους δισμυρίων ὁ αὐτ. εἰς Ἑλλ. 6. 1, 19· λογισμὸς λογισθεὶς Πλάτ. Τίμ. 34A· ἐξ ἑνὸς λόγου λελογισμένου ὁ αὐτ. εἰς Φαῖδρ. 246C· τὸ λελογισμένον = [[λογισμός]], Εὐρ. Ι. Α. 386, Λουκ. Νιγρ. 1. | |lstext='''λογίζομαι''': ἀποθ.: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1263, Θουκ. 5. 87, κτλ.· μεταγεν. -ίσομαι Ρήτορες (Walz), 7. 1: - ἀόρ. ἐλογισάμην Εὐρ. Ὀρ. 555, Θουκ., κτλ.: πρκμ. λελόγισμαι Λυσ. 908. 2., 909. 5 (Reiske), Δημ.· - ὡς παθ. ἀείποτε ἐν τῷ πρκμ. λελόγισμαι (ἴδε κατώτ. ΙΙΙ)· ([[λόγος]]). Κυρίως ἐπὶ ἀριθμητικοῦ λογισμοῦ, [[λογαριάζω]], ὑπολογίζω, οὐκ ἐπισταμένους λογίζεσθαι Ἡρόδ. 2. 16· [[εὗρον]] λογιζόμενος ὁ αὐτ. 7. 28, πρβλ. 194, κτλ.· πλῆρες, ψήφοις λ. ὁ αὐτ. 2. 36· λόγισαι φαύλως, μὴ ψήφοις ἀλλ’ ἀπὸ χειρός, ὑπολόγισον κατὰ προσέγγισιν, ὄχι κανονικῶς ἀλλὰ ἐκ τοῦ προχείρου, Ἀριστοφ. Σφ. 656· - μετ’ αἰτ. πράγμ., λ. τοὺς τόκους, ὑπολογίζω τὸν τόκον, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 20· [[τρεῖς]] μνᾶς ἀναλώσας λογίσασθαι [[δώδεκα]], δαπανήσας τις μνᾶς [[τρεῖς]] νὰ βάλῃ εἰς τὸν λογαριασμὸν [[δώδεκα]], ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 381. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[λογαριάζω]], ὑπολογίζω ὅτι..., λογ. μύρια [[εἶναι]] [τὰ ἔτεα] Ἡρόδ. 2. 145· τὰς βλάβας, ἃς ἐλογίζετο αὐτῷ γεγενῆσθαι Δημ. 572. 1· ἢ [[ἄνευ]] αἰτιατ., Θηριππίδῃ μισθὸν ἀποδεδωκέναι λ. ὁ αὐτ. ἐν 819. 28. 3) λ. τινί τι, βάλλω εἰς τὸν λογαριασμόν τινος, Λατ. imputare, Λυσ. 908. 2., 909. 5 (ἐν τῷ πρκμ. λελόγισμαι)· τὰ ἀναλωμένα... οὐκ ἐλογιζόμην, «δὲν ἐλογάριαζα»..., Δημ. 264. 16· μεταφ., τὰ παραπτώματα λ. τινι Ἐπιστ. β΄ π. Κορ. 5. 19. 4) λογ. ἀπό..., ἀφαιρῶ ἀπό..., τὴν τροπήν... ἀπὸ τῶν [[ἑβδομήκοντα]] μνῶν... [[λογιστέον]] Δημ. 824. 25. ΙΙ. [[ἄνευ]] ἀναφορᾶς τινος εἰς ἀριθμούς, [[λαμβάνω]] εἰς τὸν λογαριασμόν, ὑπολογίζω, θεωρῶ, [[ταῦτα]] Ἡρόδ. 8. 53, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., ὡς Σοφ. Αἴ. 816, Ἀποσπ. 649, κτλ., (ἴδε ἐν λ. [[ἐνθυμέομαι]])· λ. τὰ ξυμφέροντα Θουκ. 1. 76· λ. τι [[πρός]] τινα, μετά τινος, Δημ. 63. 12 [[ὡσαύτως]], λ. [[περί]] τινος, «[[λογαριάζω]]», [[κάμνω]] λογαριασμούς, ὑπολογισμοὺς [[περί]]..., Ἡρόδ. 2. 22, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 11. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[λογαριάζω]], θεωρῶ, [[νομίζω]] ὅτι..., τὸν ἕτερον [παῖδα] οὐκ εἶναί μοι λ. Ἡρόδ. 1. 38· τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτὼ θεῶν λ. [[εἶναι]] ὁ αὐτ. ἐν 2. 46· οὕτω, λογίζ. ὅτι... ἢ ὡς..., Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 28., 6. 4, 6· λ. πρὸς ἐμαυτόν..., ὅτι..., Ἀνδοκ. 8. 4· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. καὶ μετοχ., Σμέρδιν οὐκ ἔτι ἐόντα λογίζεσθε Ἡρόδ. 3. 65· - οὕτω καὶ παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., θεωρῶ, [[λογαριάζω]] τι οὕτω καὶ οὕτω, τὸν καθ’ ἡμέραν βίον λογίζου σὸν [[[εἶναι]]], τὰ δ’ ἄλλα τῆς τύχης Εὐρ. Ἄλκ. 789· πολὺν [[[εἶναι]]] τὸν [[κάτω]] χρόνον ὁ αὐτ. ἐν 692· πάντα λ. ἁμαρτίας Ἀριστοφ. Σφ. 745· μίαν [[ἄμφω]] τὰς ἡμέρας λ., [[λογαριάζω]] τὰς δύο ἡμέρας ὡς μίαν, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 11. 3) μετ’ ἀπαρ., [[ὡσαύτως]], [[λογαριάζω]] ὅτι θὰ πράξω τι, ὑπολογίζω, [[περιμένω]] ὅτι..., ἐλογίζοντο ἐπισιτιεῖσθαι Ἡρόδ. 7. 176· ἐλογίζετο κατύπερθέ οἱ ἔσεσθαι τὰ πρήγματα ὁ αὐτ. 8. 136· λογιζόμενοι ἥξειν ἅμα ἡλίῳ δύνοντι Ξεν. Ἀν. 2. 2, 13· λελογισμένοι... [[εἰσί]]... διαζῆν Εὐρ. Ι. Α. 922, πρβλ. Ὀρ. 555· τί λογίζομ’... κομιεῖσθαι; Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 22. 4) [[λογαριάζω]], ἐπιστηρίζομαι εἰς..., εἴ τις δύο ἢ καὶ πλέους ἡμέρας λ., μάταιός ἐστι Σοφ. Τρ. 944. 5) [[συμπεραίνω]] συλλογιζόμενος, [[συμπεραίνω]] ὅτι..., μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Γοργ. 524Β, Ξεν. Ἀγησ. 7, 3· λ. ἐκ τῶνδε ὅτι..., ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 6. 1, 5, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 62D, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ὁ ἀόρ. ἐλογίσθην καὶ [[ἐνίοτε]] ὁ πρκμ. λελόγισμαι κεῖνται ἐπὶ παθ. σημασίας, ὡς ἡ μετοχ. τοῦ ἐνεστ. λογιζόμενον παρ’ Ἡροδ. 3. 95· χρήματα εἰς [[ἀργύριον]] λογισθένα, ὑπολογιζόμενα εἰς ἄργυρον, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 33· ὁπλῖται ἐλογίσθησαν οὐκ ἐλάττους δισμυρίων ὁ αὐτ. εἰς Ἑλλ. 6. 1, 19· λογισμὸς λογισθεὶς Πλάτ. Τίμ. 34A· ἐξ ἑνὸς λόγου λελογισμένου ὁ αὐτ. εἰς Φαῖδρ. 246C· τὸ λελογισμένον = [[λογισμός]], Εὐρ. Ι. Α. 386, Λουκ. Νιγρ. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> λογίσομαι, <i>att.</i> λογιοῦμαι, <i>ao.</i> ἐλογισάμην, <i>pf.</i> λελόγισμαι;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐλογίσθην, <i>pf.</i> λελόγισμαι;<br /><b>A. I.</b> calculer, <i>d’où</i><br /><b>1</b> calculer, compter : ψήφοισι HDT avec des cailloux ; λ. μύρια [[εἶναι]] (τὰ ἔτεα) HDT calculer qu’il y a dix mille ans;<br /><b>2</b> faire entrer dans un compte, compter au nombre de : τὸν Πᾶνα [[τῶν]] ὀκτὼ [[θεῶν]] λ. [[εἶναι]] HDT compter Pan au nombre des huit dieux;<br /><b>3</b> porter en compte : [[δώδεκα]] μνᾶς AR douze mines ; τινί [[τι]], mettre qch au compte de qqn, imputer <i>ou</i> attribuer qch à qqn;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> <i>sans idée de nombre</i> calculer en soi-même, réfléchir : [[τι]], [[περί]] τινος, à qch ; [[ὅτι]] <i>ou</i> [[ὡς]], calculer <i>ou</i> réfléchir que ; avec une prop. au part. : Σμέρδιν [[οὐκ]] [[ἔτι]] ἐόντα λ. HDT considérer que Smerdis n’est plus;<br /><b>2</b> calculer, s’attendre à : [[δύο]] ἢ καὶ πλέους ἡμέρας λ. SOPH compter sur deux jours <i>ou</i> même plus ; avec un inf. : λογιζόμενοι ἥξειν [[ἅμα]] ἡλίῳ δύνοντι XÉN comptant arriver au coucher du soleil;<br /><b>3</b> conclure par un raisonnement, inférer;<br /><b>B.</b> <i>Pass. (à l’ao. et au pf., rar. au part. prés.)</i> : χρήματα [[εἰς]] [[ἀργύριον]] λογισθέντα XÉN somme comptée en argent ; ὁπλῖται ἐλογίσθησαν [[οὐκ]] ἐλάττους δισμυρίων XÉN on compte que les hoplites n’étaient pas moins de 20 000 ; τὸ λελογισμένον, le raisonnement.<br />'''Étymologie:''' [[λόγος]]. | |||
}} | }} |