Anonymous

δύσμορος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσμορος''': -ον, = [[δύσμοιρος]], κακὴν μοῖραν ἔχων, [[ἀτυχής]], Ἰλ. Χ. 60, κτλ., συχνὸν παρὰ Σοφ.· δυσμόρου γε δύσμορα (ἐνν. σκῆπτρα) Ο. Κ. 1109· πρβλ. [[δύσμοιρος]]· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, Ἀντιφῶν 122. 19. ― Ἐπίρρ. -ρως, μὲ κακὴν τύχην, δυστυχῶς, Αἰσχύλ. Θήβ. 837 (Cod. M. δυσφόρως).
|lstext='''δύσμορος''': -ον, = [[δύσμοιρος]], κακὴν μοῖραν ἔχων, [[ἀτυχής]], Ἰλ. Χ. 60, κτλ., συχνὸν παρὰ Σοφ.· δυσμόρου γε δύσμορα (ἐνν. σκῆπτρα) Ο. Κ. 1109· πρβλ. [[δύσμοιρος]]· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, Ἀντιφῶν 122. 19. ― Ἐπίρρ. -ρως, μὲ κακὴν τύχην, δυστυχῶς, Αἰσχύλ. Θήβ. 837 (Cod. M. δυσφόρως).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />malheureux, infortuné.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μόρος]].
}}
}}