Anonymous

δυσθήρατος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσθήρᾱτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ θηρεύσῃ ἢ συλλάβῃ τις, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 12, 1, κ. ἀλλ.· μεταφ., δ. τἀληθὲς Πλούτ. Περικλ. 13.
|lstext='''δυσθήρᾱτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ θηρεύσῃ ἢ συλλάβῃ τις, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 12, 1, κ. ἀλλ.· μεταφ., δ. τἀληθὲς Πλούτ. Περικλ. 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> difficile à capturer, à prendre;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> difficile à saisir.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[θηράω]].
}}
}}