Anonymous

ἰθύθριξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰθύθριξ''': ῑθ, τρῐχος, ὁ, ἡ, ἔχων τρίχας εὐθείας, ἀντίθετον τῷ [[οὐλόθριξ]] (ἔχων «σγουρὰ μαλλιά»), Ἡρόδ. 7. 70, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955.
|lstext='''ἰθύθριξ''': ῑθ, τρῐχος, ὁ, ἡ, ἔχων τρίχας εὐθείας, ἀντίθετον τῷ [[οὐλόθριξ]] (ἔχων «σγουρὰ μαλλιά»), Ἡρόδ. 7. 70, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955.
}}
{{bailly
|btext=ύτριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux droits, <i>càd</i> non crépus.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύς]], [[θρίξ]].
}}
}}