Anonymous

δυσεξέλικτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσεξέλικτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἐκτυλισσόμενος, Διον. Ἁλ. π. Ἀμμ. 2, Πλούτ. Βρούτ. 13.
|lstext='''δυσεξέλικτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἐκτυλισσόμενος, Διον. Ἁλ. π. Ἀμμ. 2, Πλούτ. Βρούτ. 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à dérouler, à développer ; difficile à expliquer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐξελίσσω]].
}}
}}