Anonymous

ἆθλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἆθλος''': ὁ, συνῃρ. ἐκ τοῦ Ἐπ. καὶ Ἰων. ἄεθλος, [[ὅπερ]] μόνον εὕρηται παρ’ Ὁμήρ. (πλὴν ἐν Ὀδ. Θ. 160.), καὶ πρὸ πάντων παρὰ Ἡροδ. καὶ Πινδ. Ἀγὼν [[εἴτε]] ἐν πολέμῳ [[εἴτε]] ἐν παιδιᾷ, ἰδίως [[ἅμιλλα]] περὶ βραβείου, [[μόχθος]], [[κόπος]], ὡς τὸ [[πόνος]], Λατ. labor, Ὅμ. [[νικᾶν]] τοιῷδ’ ἐπ’ ἀέθλῳ (περὶ τῶν ὅπλων τοῦ Ἀχιλλέως), Ὀδ. λ. 548· ἄεθλος πρόκειται, ἀγὼν πρόκειται, Ἡρόδ. 1. 126· [[ἄεθλον]] προτιθέναι = ὁρίζειν, ὁ αὐτ. 7. 197· ἆθλοι Δελφικοί, Πυθικοί, Σοφ. Ἠλ. 49. 682· [[συχν]]. παρὰ Πινδ. μεταφ. [[ἀγών]], [[μάχη]], [[πάλη]], Τραγ. ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 702, 752, Σοφ. Ἀντ. 856. ― Περὶ τῆ κυρίας διακρίσεως μεταξὺ τοῦ [[ἆθλον]] καὶ τοῦ [[ἆθλος]], ἴδε [[ἆθλον]] ΙΙ. (Ὁ ὀρθὸς [[τύπος]] τῆς λέξεως φαίνεται ὢν ἄFεθλος, ἄFεθλον ἐκ PFΕΘ [[μετὰ]] προθεματικοῦ α, πρβλ. Λατ. vas (vadis), Γοτθ. vadi (pignus), Παλ. Σκανδιν. vedja, (ἀγγλ. to wager [[διακινδυνεύω]]), Παλ. Ὑψηλ. Γερμ. wetti, (Γερμ. wette).
|lstext='''ἆθλος''': ὁ, συνῃρ. ἐκ τοῦ Ἐπ. καὶ Ἰων. ἄεθλος, [[ὅπερ]] μόνον εὕρηται παρ’ Ὁμήρ. (πλὴν ἐν Ὀδ. Θ. 160.), καὶ πρὸ πάντων παρὰ Ἡροδ. καὶ Πινδ. Ἀγὼν [[εἴτε]] ἐν πολέμῳ [[εἴτε]] ἐν παιδιᾷ, ἰδίως [[ἅμιλλα]] περὶ βραβείου, [[μόχθος]], [[κόπος]], ὡς τὸ [[πόνος]], Λατ. labor, Ὅμ. [[νικᾶν]] τοιῷδ’ ἐπ’ ἀέθλῳ (περὶ τῶν ὅπλων τοῦ Ἀχιλλέως), Ὀδ. λ. 548· ἄεθλος πρόκειται, ἀγὼν πρόκειται, Ἡρόδ. 1. 126· [[ἄεθλον]] προτιθέναι = ὁρίζειν, ὁ αὐτ. 7. 197· ἆθλοι Δελφικοί, Πυθικοί, Σοφ. Ἠλ. 49. 682· [[συχν]]. παρὰ Πινδ. μεταφ. [[ἀγών]], [[μάχη]], [[πάλη]], Τραγ. ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 702, 752, Σοφ. Ἀντ. 856. ― Περὶ τῆ κυρίας διακρίσεως μεταξὺ τοῦ [[ἆθλον]] καὶ τοῦ [[ἆθλος]], ἴδε [[ἆθλον]] ΙΙ. (Ὁ ὀρθὸς [[τύπος]] τῆς λέξεως φαίνεται ὢν ἄFεθλος, ἄFεθλον ἐκ PFΕΘ [[μετὰ]] προθεματικοῦ α, πρβλ. Λατ. vas (vadis), Γοτθ. vadi (pignus), Παλ. Σκανδιν. vedja, (ἀγγλ. to wager [[διακινδυνεύω]]), Παλ. Ὑψηλ. Γερμ. wetti, (Γερμ. wette).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> lutte, combat, <i>particul.</i> épreuve dans les jeux, concours : ἆθλοι Δελφικοί, Πυθικοί SOPH jeux de Delphes, jeux pythiques;<br /><b>2</b> <i>au sens moral</i> lutte, combat.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἆθλον]].
}}
}}