Anonymous

δύσφορος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσφορος''': -ον, δυσυπόφερτος, [[βαρύς]], θώρακες Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13. 2) συνήθ. ἐπὶ παθημάτων, δυσκολοϋπόφερτος, [[θλιβερός]], [[λυπηρός]], [[θάμβος]], [[μέριμνα]] Πίνδ. Ν. 1. 85, Ἀποσπ. 124· ἄτη, [[βίος]] κτλ., Τραγ.· δύσφοροι γνῶμαι, ψευδεῖς, ἀποτυφλοῦσαι φαντασίαι, Σοφ. Αἴ. 51 (πρβλ. [[παράφορος]])· τὰ δύσφορα, αἱ θλίψεις, αἱ λῦπαι, τὰ κακὰ, Σοφ. Ο. Τ. 87, πρβλ. Ἠλ. 144· ― δύσφορόν [ἐστι] Ξεν. Κύτρ. 1. 6, 17· ― Ἐπίρρ. δυσφόρως φέρειν Ἱππ. Ἀφ. 1244· δ. ἄγειν, ἔχειν Σοφ. Ο.Τ. 770, 783. 3) ἐπὶ τροφῆς, [[βαρύς]], [[ὀχληρός]], Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17, πρβλ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) [[μετὰ]] δυσκολίας κινούμενος, [[βραδυκίνητος]], σώματα Πλάτ. Τιμ. 74Ε· [[ἵππος]] Ξεν. Ἱππ. 1, 12.
|lstext='''δύσφορος''': -ον, δυσυπόφερτος, [[βαρύς]], θώρακες Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13. 2) συνήθ. ἐπὶ παθημάτων, δυσκολοϋπόφερτος, [[θλιβερός]], [[λυπηρός]], [[θάμβος]], [[μέριμνα]] Πίνδ. Ν. 1. 85, Ἀποσπ. 124· ἄτη, [[βίος]] κτλ., Τραγ.· δύσφοροι γνῶμαι, ψευδεῖς, ἀποτυφλοῦσαι φαντασίαι, Σοφ. Αἴ. 51 (πρβλ. [[παράφορος]])· τὰ δύσφορα, αἱ θλίψεις, αἱ λῦπαι, τὰ κακὰ, Σοφ. Ο. Τ. 87, πρβλ. Ἠλ. 144· ― δύσφορόν [ἐστι] Ξεν. Κύτρ. 1. 6, 17· ― Ἐπίρρ. δυσφόρως φέρειν Ἱππ. Ἀφ. 1244· δ. ἄγειν, ἔχειν Σοφ. Ο.Τ. 770, 783. 3) ἐπὶ τροφῆς, [[βαρύς]], [[ὀχληρός]], Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17, πρβλ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) [[μετὰ]] δυσκολίας κινούμενος, [[βραδυκίνητος]], σώματα Πλάτ. Τιμ. 74Ε· [[ἵππος]] Ξεν. Ἱππ. 1, 12.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> difficile à porter, lourd, pesant;<br /><b>II.</b> difficile à supporter ; <i>fig.</i><br /><b>1</b> intolérable;<br /><b>2</b> funeste ; τὰ δύσφορα SOPH les maux;<br /><b>III.</b> qui se porte à faux, égaré.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[φέρω]].
}}
}}