Anonymous

δύσλεκτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσλεκτος''': -ον, δυσκόλως λεγόμενος, δυσέκφραστος, Λατ. infandus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 702.
|lstext='''δύσλεκτος''': -ον, δυσκόλως λεγόμενος, δυσέκφραστος, Λατ. infandus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 702.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à dire, indicible.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[λέγω]]³.
}}
}}