3,274,917
edits
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναισθητέω''': στερούμαι αἰσθητικότητος ἢ ἀντιλήψεως, Δημ. 302. 3· ἀν. ταλαιπωρίας, δὲν [[αἰσθάνομαι]] κόπωσιν, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 5, 8. | |lstext='''ἀναισθητέω''': στερούμαι αἰσθητικότητος ἢ ἀντιλήψεως, Δημ. 302. 3· ἀν. ταλαιπωρίας, δὲν [[αἰσθάνομαι]] κόπωσιν, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 5, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être insensible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναίσθητος]]. | |||
}} | }} |