Anonymous

ἀναισθητέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναισθητέω''': στερούμαι αἰσθητικότητος ἢ ἀντιλήψεως, Δημ. 302. 3· ἀν. ταλαιπωρίας, δὲν [[αἰσθάνομαι]] κόπωσιν, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 5, 8.
|lstext='''ἀναισθητέω''': στερούμαι αἰσθητικότητος ἢ ἀντιλήψεως, Δημ. 302. 3· ἀν. ταλαιπωρίας, δὲν [[αἰσθάνομαι]] κόπωσιν, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 5, 8.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être insensible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναίσθητος]].
}}
}}