Anonymous

ἀλιτήριος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλῐτήριος''': -ον, (ἀλιτεῖν) ὁ ἁμαρτάνων εἴς τινα, [[ἀνόσιος]] [[πρός]] τι· «[[ἁμαρτωλός]],.., θανάτου [[αἴτιος]] καὶ [[ἔνοχος]]», Ἡσύχ., μ. γεν., τῶν ἀλιτηρίων … τῶν τῆς θεοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 445, ἐναγεῖς καὶ ἀλ. τῆς θεοῦ, Θουκ. 1. 126· οὕτω: κοινὸν ἀλιτήριον … ἁπάντων, ἡ κοινὴ [[μάστιξ]] πάντων, Δημ. 280. 27· [[ἀλιτήριος]] Ἑλλάδος, Αἰσχίν. 76. 7. 2) ἀπολ., [[ἁμαρτωλός]], [[ἔνοχος]], Λατ. homo piacularis, Λυσ. 137. 19, Ἀνδοκ. 17. 11, Πρωταγόρας … [[ἀλιτήριος]] (δηλ. ὁ ἀλ.), Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 10· ἐν «Δήμοις» 7, Μενάνδ. Ἄδηλ. 38. ΙΙ. = [[ἀλάστωρ]], τὸ ἐκδικούμενον [[πνεῦμα]], Ἀντιφῶν 125. 32., 127. 1· πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λέξει.
|lstext='''ἀλῐτήριος''': -ον, (ἀλιτεῖν) ὁ ἁμαρτάνων εἴς τινα, [[ἀνόσιος]] [[πρός]] τι· «[[ἁμαρτωλός]],.., θανάτου [[αἴτιος]] καὶ [[ἔνοχος]]», Ἡσύχ., μ. γεν., τῶν ἀλιτηρίων … τῶν τῆς θεοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 445, ἐναγεῖς καὶ ἀλ. τῆς θεοῦ, Θουκ. 1. 126· οὕτω: κοινὸν ἀλιτήριον … ἁπάντων, ἡ κοινὴ [[μάστιξ]] πάντων, Δημ. 280. 27· [[ἀλιτήριος]] Ἑλλάδος, Αἰσχίν. 76. 7. 2) ἀπολ., [[ἁμαρτωλός]], [[ἔνοχος]], Λατ. homo piacularis, Λυσ. 137. 19, Ἀνδοκ. 17. 11, Πρωταγόρας … [[ἀλιτήριος]] (δηλ. ὁ ἀλ.), Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 10· ἐν «Δήμοις» 7, Μενάνδ. Ἄδηλ. 38. ΙΙ. = [[ἀλάστωρ]], τὸ ἐκδικούμενον [[πνεῦμα]], Ἀντιφῶν 125. 32., 127. 1· πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λέξει.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />coupable, criminel : τῆς θεοῦ AR envers la divinité.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλιταίνω]].
}}
}}