3,277,286
edits
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μύρον''': [ῠ], τό, ὁ ἐκ φυτῶν καταρρέων [[εὐώδης]] χυμὸς καὶ χρησιμεύων εἰς κατασκευὴν εὐωδῶν ἐλαίων κτλ. (ἐτυμολογούμενον ἐκ τοῦ [[μύρω]] ὑπὸ τῶν ἀρχαίων ἢ κατὰ τὸν Ἀθήν. ἐκ τοῦ [[μύρρα]], ἀλλ’ ἡ λέξ. [[εἶναι]] πιθ. ξενικὴ τὴν [[ἀρχήν]], πρβλ. Ἑβρ. môr)· ἀκολούθως συνήθως πᾶν παρεσκευασμένον εὐῶδες [[ἔλαιον]], [[βάλσαμον]], Λατ. unguentum, Ἀρχίλ. 27, Ἡρόδ. 3. 22· κάκιστ’ ἀπόλοιθ’ ὁ πρῶτον ἑψήσας [[μύρον]] (πρβλ. μυρεψὸς) Ἁριστοφ. Λυσ. 946· μύρου ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 524· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 12· (ὁ Ὅμ. ἔχει: [[ἔλαιον]] εὐῶδες, ῥοδόεν, τεθυωμένον)· μ. κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαι Πλάτ. Πολ. 398Α· - ἀνεμίγνυον αὐτὸ [[μετὰ]] τοῦ οἴνου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 31· - παροιμ., [[μύρον]] ἐπὶ [[φακῆ]], δηλ. τὸ δαπανᾶν πολύτιμόν τι εἰς εὐτελὲς [[πρᾶγμα]], Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 19, 2, πρβλ. Στράττις ἐν «Φοινίσσαις» 1, καὶ [[αὐτόθι]] Meineke. - Mεγάλη [[ποικιλία]] αὐτῶν ἀπαριθμεῖται ἐν Διοσκ. 1. 52 κἑξ., Ἀθήν. XV. κεφ. 37-46. 2) [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐπωλοῦντο τὰ μύρα, ἡ τῶν μύρων [[ἀγορά]], τὰ μειράκια... τὰν τῷ μύρῳ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1375· οἱ δ’ ἐν τῷ μ. λαλεῖτε Φερεκρ. ἐν «Ἀγαθοῖς» 2· [[ἵσταται]] ἐν τῷ μ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 11· πρβλ. [[μυρσίνη]] ΙΙ. 3, ἰχθύς ΙΙ. 3) μεταφ., πᾶν χαρίεν, ἀγαπητόν, θελκτικὸν [[πρᾶγμα]], Ἀνθ. Π. 5. 90, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. 2. 2, σ. 285, Α. Π. σ. 597. | |lstext='''μύρον''': [ῠ], τό, ὁ ἐκ φυτῶν καταρρέων [[εὐώδης]] χυμὸς καὶ χρησιμεύων εἰς κατασκευὴν εὐωδῶν ἐλαίων κτλ. (ἐτυμολογούμενον ἐκ τοῦ [[μύρω]] ὑπὸ τῶν ἀρχαίων ἢ κατὰ τὸν Ἀθήν. ἐκ τοῦ [[μύρρα]], ἀλλ’ ἡ λέξ. [[εἶναι]] πιθ. ξενικὴ τὴν [[ἀρχήν]], πρβλ. Ἑβρ. môr)· ἀκολούθως συνήθως πᾶν παρεσκευασμένον εὐῶδες [[ἔλαιον]], [[βάλσαμον]], Λατ. unguentum, Ἀρχίλ. 27, Ἡρόδ. 3. 22· κάκιστ’ ἀπόλοιθ’ ὁ πρῶτον ἑψήσας [[μύρον]] (πρβλ. μυρεψὸς) Ἁριστοφ. Λυσ. 946· μύρου ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 524· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 12· (ὁ Ὅμ. ἔχει: [[ἔλαιον]] εὐῶδες, ῥοδόεν, τεθυωμένον)· μ. κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαι Πλάτ. Πολ. 398Α· - ἀνεμίγνυον αὐτὸ [[μετὰ]] τοῦ οἴνου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 31· - παροιμ., [[μύρον]] ἐπὶ [[φακῆ]], δηλ. τὸ δαπανᾶν πολύτιμόν τι εἰς εὐτελὲς [[πρᾶγμα]], Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 19, 2, πρβλ. Στράττις ἐν «Φοινίσσαις» 1, καὶ [[αὐτόθι]] Meineke. - Mεγάλη [[ποικιλία]] αὐτῶν ἀπαριθμεῖται ἐν Διοσκ. 1. 52 κἑξ., Ἀθήν. XV. κεφ. 37-46. 2) [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐπωλοῦντο τὰ μύρα, ἡ τῶν μύρων [[ἀγορά]], τὰ μειράκια... τὰν τῷ μύρῳ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1375· οἱ δ’ ἐν τῷ μ. λαλεῖτε Φερεκρ. ἐν «Ἀγαθοῖς» 2· [[ἵσταται]] ἐν τῷ μ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 11· πρβλ. [[μυρσίνη]] ΙΙ. 3, ἰχθύς ΙΙ. 3) μεταφ., πᾶν χαρίεν, ἀγαπητόν, θελκτικὸν [[πρᾶγμα]], Ἀνθ. Π. 5. 90, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. 2. 2, σ. 285, Α. Π. σ. 597. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />parfum liquide, huile <i>ou</i> essence parfumée.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu sûre. | |||
}} | }} |