3,274,216
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνδρομάχος''': [ᾰ], -ον, ([[μάχομαι]]) πρὸς ἄνδρας μαχόμενος, χεῖρες Ἀνθ. ΙΙ. 7. 241: - θηλ. ἀνδρομάχη [[ἄλοχος]] αυτόθι 11. 378· παρ᾽ Ὁμήρῳ, μόνον ὡς κύριον [[ὄνομα]] Ἀνδρομάχη. | |lstext='''ἀνδρομάχος''': [ᾰ], -ον, ([[μάχομαι]]) πρὸς ἄνδρας μαχόμενος, χεῖρες Ἀνθ. ΙΙ. 7. 241: - θηλ. ἀνδρομάχη [[ἄλοχος]] αυτόθι 11. 378· παρ᾽ Ὁμήρῳ, μόνον ὡς κύριον [[ὄνομα]] Ἀνδρομάχη. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui combat contre les hommes, belliqueux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[μάχομαι]]. | |||
}} | }} |