Anonymous

ἀνδρομάχος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδρομάχος''': [ᾰ], -ον, ([[μάχομαι]]) πρὸς ἄνδρας μαχόμενος, χεῖρες Ἀνθ. ΙΙ. 7. 241: - θηλ. ἀνδρομάχη [[ἄλοχος]] αυτόθι 11. 378· παρ᾽ Ὁμήρῳ, μόνον ὡς κύριον [[ὄνομα]] Ἀνδρομάχη.
|lstext='''ἀνδρομάχος''': [ᾰ], -ον, ([[μάχομαι]]) πρὸς ἄνδρας μαχόμενος, χεῖρες Ἀνθ. ΙΙ. 7. 241: - θηλ. ἀνδρομάχη [[ἄλοχος]] αυτόθι 11. 378· παρ᾽ Ὁμήρῳ, μόνον ὡς κύριον [[ὄνομα]] Ἀνδρομάχη.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui combat contre les hommes, belliqueux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[μάχομαι]].
}}
}}