Anonymous

μελισσουργός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελισσουργός''': Ἀττ. μελιττ-, ὁ, ([[ἔργον]]) = [[μελισσεύς]], Πλάτ. Πολ. 564C (Ἀντιγρ. μελιτουργός), Νόμ. 842D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 6.
|lstext='''μελισσουργός''': Ἀττ. μελιττ-, ὁ, ([[ἔργον]]) = [[μελισσεύς]], Πλάτ. Πολ. 564C (Ἀντιγρ. μελιτουργός), Νόμ. 842D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 6.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />éleveur d’abeilles, apiculteur.<br />'''Étymologie:''' [[μέλισσα]], [[ἔργον]].
}}
}}