3,277,700
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στοιβή''': ἡ, ([[στείβω]]) θαμνῶδες φυτὸν ταὐτὸν τῷ [[φέως]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3· οἱ κλάδοι [[αὐτοῦ]] ἐχρησίμευον εἰς κατασκευὴν σαρώθρων, τὴν στέγην ὀφέλλοντα ... πυθμένι στοιβῆς Ἱππῶν. 42· [[ὡσαύτως]] πρὸς περιφύλαξιν στάμνων οἴνου, Α. Β. 515. 2) [[προσκεφάλαιον]], [[στρωμάτιον]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 6. 3) «γέμισμα», Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 132· καὶ μεταφορ., «παραγέμισμα», [[παραπλήρωμα]], [[λέξις]] τιθεμένη μόνον διὰ νὰ κατέχῃ τόπον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1179. 4) [[καθόλου]], [[σωρός]], [[ὄγκος]], λίθων, βοτρύων Εὐστ. Πονημάτ. 184. 39., 309. 41· ἐν στ. 55. 67· στ. κρεάτων 127. 77. | |lstext='''στοιβή''': ἡ, ([[στείβω]]) θαμνῶδες φυτὸν ταὐτὸν τῷ [[φέως]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3· οἱ κλάδοι [[αὐτοῦ]] ἐχρησίμευον εἰς κατασκευὴν σαρώθρων, τὴν στέγην ὀφέλλοντα ... πυθμένι στοιβῆς Ἱππῶν. 42· [[ὡσαύτως]] πρὸς περιφύλαξιν στάμνων οἴνου, Α. Β. 515. 2) [[προσκεφάλαιον]], [[στρωμάτιον]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 6. 3) «γέμισμα», Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 132· καὶ μεταφορ., «παραγέμισμα», [[παραπλήρωμα]], [[λέξις]] τιθεμένη μόνον διὰ νὰ κατέχῃ τόπον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1179. 4) [[καθόλου]], [[σωρός]], [[ὄγκος]], λίθων, βοτρύων Εὐστ. Πονημάτ. 184. 39., 309. 41· ἐν στ. 55. 67· στ. κρεάτων 127. 77. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />tout ce qui sert à bourrer, à boucher, <i>particul.</i> autre nom de la plante [[φέως]], dont les feuilles servaient de bourre <i>ou</i> de bouchon ; <i>fig.</i> remplissage.<br />'''Étymologie:''' [[στείβω]]. | |||
}} | }} |