Anonymous

ἐνδόσιμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνδόσιμος''': -ον, [[ἄμισθος]], «τῇ ἐνδοσίμῳ τριακοστῇ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1200, Λατ. facilis· - [[ἐνδοτικός]], [[εὔκολος]], οὕτω μὲν δὴ καὶ ἐνδόσιμα καὶ εὐδιάλυτα προτείνει καὶ στρεφόμενα καὶ ἐναντία λέγει Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 8. 15· ἐνδόσιμα (τὰ σιτία) τῇ πέψει, εὔπεπτα, εὐκολοχώνευτα, Πλούτ. 2. 131C.
|lstext='''ἐνδόσιμος''': -ον, [[ἄμισθος]], «τῇ ἐνδοσίμῳ τριακοστῇ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1200, Λατ. facilis· - [[ἐνδοτικός]], [[εὔκολος]], οὕτω μὲν δὴ καὶ ἐνδόσιμα καὶ εὐδιάλυτα προτείνει καὶ στρεφόμενα καὶ ἐναντία λέγει Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 8. 15· ἐνδόσιμα (τὰ σιτία) τῇ πέψει, εὔπεπτα, εὐκολοχώνευτα, Πλούτ. 2. 131C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se laisse aller à, qui s’abandonne, se prête à, τινι;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> τὸ ἐνδόσιμον ce qui donne le ton, prélude d’un air de musique <i>ou</i> d’un discours.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνδίδωμι]].
}}
}}