Anonymous

κημός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κημός''': ὁ, [[πλέγμα]] ἢ [[φίμωτρον]] τιθέμενον περὶ τὸ [[στόμα]] ἵππου [[ὅπως]] μὴ δάκνῃ, Ξεν. Ἱππ. 5, 3, Ἀνθ. Π. 6. 246· [[ὡσαύτως]], [[σάκκος]] κρεμάμενος ἀπὸ τοῦ αὐχένος τοῦ ἵππου εἰς ὃν τὸ [[στόμα]] [[αὐτοῦ]] εἰσέρχεται ἵνα τρώγῃ ἐξ [[αὐτοῦ]], Ἡσύχ.· μεταφ. κημοὺς στόματος, φίμωτρα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 124. 2) ὕφασμά τι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἀρτοποιοῖς καλύπτον [[ῥῖνα]] καὶ [[στόμα]], Ἀθην. 548C. 3).= [[φορβειά]], Φώτ. ΙΙ. «πλεκτὸν [[ἀγγεῖον]], ἐν ᾧ λαμβάνουσι τὰς πορφύρας, ἔστιν δὲ ὅμοιον ἠθμῷ καὶ ἐν αὐτῷ τὸ [[δέλεαρ]]» Ἡσύχ., Λατ. nassa, Σοφ. Ἀποσπ. 449b. 2) τὸ ἐν εἴδει χωνίου ἀνώτατον [[μέρος]] τῆς κάλπης ([[κάδος]], [[καδίσκος]]) ἐν τοῖς Ἀθηναϊκῆς δικαστηρίοις, δι’ οὗ αἱ ψῆφοι ἐρρίπτοντο (πρβλ. [[κηθίς]]), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1147 (καὶ αυτόθι Σχολ.) Σφ. 99, 754, 1339· ἰδὲ Scott on the Athen. Ballot, σελ. 8, 10 (Ὀξφόρδ. 1838). ΙΙΙ. κόσμημά τι [[γυναικεῖον]], Φώτ., Ἡσύχ.
|lstext='''κημός''': ὁ, [[πλέγμα]] ἢ [[φίμωτρον]] τιθέμενον περὶ τὸ [[στόμα]] ἵππου [[ὅπως]] μὴ δάκνῃ, Ξεν. Ἱππ. 5, 3, Ἀνθ. Π. 6. 246· [[ὡσαύτως]], [[σάκκος]] κρεμάμενος ἀπὸ τοῦ αὐχένος τοῦ ἵππου εἰς ὃν τὸ [[στόμα]] [[αὐτοῦ]] εἰσέρχεται ἵνα τρώγῃ ἐξ [[αὐτοῦ]], Ἡσύχ.· μεταφ. κημοὺς στόματος, φίμωτρα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 124. 2) ὕφασμά τι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἀρτοποιοῖς καλύπτον [[ῥῖνα]] καὶ [[στόμα]], Ἀθην. 548C. 3).= [[φορβειά]], Φώτ. ΙΙ. «πλεκτὸν [[ἀγγεῖον]], ἐν ᾧ λαμβάνουσι τὰς πορφύρας, ἔστιν δὲ ὅμοιον ἠθμῷ καὶ ἐν αὐτῷ τὸ [[δέλεαρ]]» Ἡσύχ., Λατ. nassa, Σοφ. Ἀποσπ. 449b. 2) τὸ ἐν εἴδει χωνίου ἀνώτατον [[μέρος]] τῆς κάλπης ([[κάδος]], [[καδίσκος]]) ἐν τοῖς Ἀθηναϊκῆς δικαστηρίοις, δι’ οὗ αἱ ψῆφοι ἐρρίπτοντο (πρβλ. [[κηθίς]]), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1147 (καὶ αυτόθι Σχολ.) Σφ. 99, 754, 1339· ἰδὲ Scott on the Athen. Ballot, σελ. 8, 10 (Ὀξφόρδ. 1838). ΙΙΙ. κόσμημά τι [[γυναικεῖον]], Φώτ., Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> muselière;<br /><b>2</b> couvercle d’osier en forme d’entonnoir pour l’urne où les juges déposaient leurs suffrages.<br />'''Étymologie:''' DELG t. techn. sans explication.
}}
}}