Anonymous

λαλιά: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰλιά''': ἡ, [[ὁμιλία]], [[λόγος]], λαλιὰν ἀσκῆσαι, ἐπιτηδεῦσαι Ἀριστοφ. Νεφ. 931, Βάτρ. 1069˙ [[πέρας]] οὐ ποιεῖ λαλιᾶς Μένανδ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 3, πρβλ. Ἑρμησιάν. 78, Ἀνθ. Π. 7. 440˙ - κοινὴ [[ὁμιλία]], [[φήμη]], Πολύβ. 3. 20, 5, κτλ.˙ λαλιάν τινα ποιεῖν Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΒ΄, 11)˙ - ἐπὶ καλῆς σημασ., [[συζήτησις]], Πολύβ. 32, 9, 4˙ [[ὁμιλία]], [[συνομιλία]], Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, 43. 2) [[ἀδολεσχία]], [[φλυαρία]], Αἰσχίν. 34. 29, Θεοφρ. Χαρ. 7. ΙΙ. [[διάλεκτος]], [[τρόπος]] τοῦ λαλεῖν, [[προφορά]], καὶ γὰρ ἡ [[λαλιά]] σου δῆλόν σε ποιεῖ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛʹ, 73, πρβλ. Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτων Δ΄, 3).
|lstext='''λᾰλιά''': ἡ, [[ὁμιλία]], [[λόγος]], λαλιὰν ἀσκῆσαι, ἐπιτηδεῦσαι Ἀριστοφ. Νεφ. 931, Βάτρ. 1069˙ [[πέρας]] οὐ ποιεῖ λαλιᾶς Μένανδ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 3, πρβλ. Ἑρμησιάν. 78, Ἀνθ. Π. 7. 440˙ - κοινὴ [[ὁμιλία]], [[φήμη]], Πολύβ. 3. 20, 5, κτλ.˙ λαλιάν τινα ποιεῖν Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΒ΄, 11)˙ - ἐπὶ καλῆς σημασ., [[συζήτησις]], Πολύβ. 32, 9, 4˙ [[ὁμιλία]], [[συνομιλία]], Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, 43. 2) [[ἀδολεσχία]], [[φλυαρία]], Αἰσχίν. 34. 29, Θεοφρ. Χαρ. 7. ΙΙ. [[διάλεκτος]], [[τρόπος]] τοῦ λαλεῖν, [[προφορά]], καὶ γὰρ ἡ [[λαλιά]] σου δῆλόν σε ποιεῖ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛʹ, 73, πρβλ. Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτων Δ΄, 3).
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>I.</b> babil, bavardage ; <i>d’où</i><br /><b>1</b> habitude de bavarder, loquacité;<br /><b>2</b> bruit, rumeur;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> parole ; entretien, conversation.<br />'''Étymologie:''' [[λάλος]].
}}
}}