3,274,916
edits
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτόνομος''': -ον, ὁ αὐτονομούμενος, ἀνεξάρτητος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τυραννευόμενος, ἐπὶ προσώπων καὶ [[πόλεων]], Ἡρόδ. 1. 96., 8. 140, 1, καὶ [[συχν]]. παρὰ Θουκ., π.χ. αὐτ. οἰκεῖν 2. 63· ἀφιέναι αὐτ. τινα 1. 139· αὐτ. ποιεῖν τινα 5. 33· [[προσέτι]], αὐτ. ἀπὸ τινος Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 36· ἡ [[πόλις]] . . ἐλευθέρα καὶ αὐτ. Συλλ. Ἐπιγρ. 340, κ. ἀλλ. 2) [[καθόλου]], κατ’ ἰδίαν ἐλευθέραν θέλησιν, ἀλλ’ [[αὐτόνομος]], ζῶσα μόνη δὴ θνητῶν Ἀΐδην καταβήσει Σοφ. Ἀντ. 821· πρβλ. Ξεν. Λακ. 3, 1. 3) ἐπὶ θηρίων, ὁ ζῶν καὶ περιφερόμενος ἐν τοῖς δρυμοῖς καὶ τοῖς ὄρεσιν ἐλευθέρως, Ἀνθ. Π. 7. 8. ― Ἐπίρρ. -μως Φωτ. Βιβλ. σ. 205. 31. | |lstext='''αὐτόνομος''': -ον, ὁ αὐτονομούμενος, ἀνεξάρτητος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τυραννευόμενος, ἐπὶ προσώπων καὶ [[πόλεων]], Ἡρόδ. 1. 96., 8. 140, 1, καὶ [[συχν]]. παρὰ Θουκ., π.χ. αὐτ. οἰκεῖν 2. 63· ἀφιέναι αὐτ. τινα 1. 139· αὐτ. ποιεῖν τινα 5. 33· [[προσέτι]], αὐτ. ἀπὸ τινος Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 36· ἡ [[πόλις]] . . ἐλευθέρα καὶ αὐτ. Συλλ. Ἐπιγρ. 340, κ. ἀλλ. 2) [[καθόλου]], κατ’ ἰδίαν ἐλευθέραν θέλησιν, ἀλλ’ [[αὐτόνομος]], ζῶσα μόνη δὴ θνητῶν Ἀΐδην καταβήσει Σοφ. Ἀντ. 821· πρβλ. Ξεν. Λακ. 3, 1. 3) ἐπὶ θηρίων, ὁ ζῶν καὶ περιφερόμενος ἐν τοῖς δρυμοῖς καὶ τοῖς ὄρεσιν ἐλευθέρως, Ἀνθ. Π. 7. 8. ― Ἐπίρρ. -μως Φωτ. Βιβλ. σ. 205. 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se régit par ses propres lois, indépendant, autonome <i>en parl. d’États et de personnes</i>;<br /><b>2</b> qui agit de soi-même, volontairement <i>ou</i> spontanément.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[νέμω]]. | |||
}} | }} |