Anonymous

εὐρύνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐρύνω''': (ῡ): μέλλ. -ῠνῶ (εὐρὺς) καθιστῶ τι εὐρύ, [[πλατύνω]], λείηναν δὲ χορόν, καλὸν δ’ εὔρυναν ἀγῶνα, ὁμαλὸν ἐποίησαν τὸν τῆς ὀρχήστρας τὸπον, ἐπλάτυναν δὲ τὸ [[μέρος]] ἐν ᾧ ἠγωνίζοντο, Ὀδ. Θ. 260· εὐρύνων τὸ [[μέσον]], ἀφίνων ἐν τῷ μέσῳ εὐρὺ [[διάστημα]], Ἡρόδ. 4. 52· εὐρ. τοὺς μυκτῆρας, διαστέλλειν, Ξεν. Ἱππ.1, 10· αὔλακας εὐρ. Θεόκρ. 13. 31· ἀνοίγω [[ἕλκος]], καθιστῶ αὐτὸ εὐρύτερον, ὄνυξι Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 99· στήθεα Ὀππ. Κυν. 3. 442. - Παθ., εὐρύνομαι, [[γίνομαι]] εὐρύτερος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. 1, 24. 2) μεταφ., [[ἐκτείνω]], ξενίου δαίμονος ἐργασίην Ἀνθ. Π. 7. 698. - Παθ., ἐκτείνομαι εἰς μακρὰν ἔκτασιν, Διον. Π. 92, Λουκ. Ἀλεκτρ. 6.
|lstext='''εὐρύνω''': (ῡ): μέλλ. -ῠνῶ (εὐρὺς) καθιστῶ τι εὐρύ, [[πλατύνω]], λείηναν δὲ χορόν, καλὸν δ’ εὔρυναν ἀγῶνα, ὁμαλὸν ἐποίησαν τὸν τῆς ὀρχήστρας τὸπον, ἐπλάτυναν δὲ τὸ [[μέρος]] ἐν ᾧ ἠγωνίζοντο, Ὀδ. Θ. 260· εὐρύνων τὸ [[μέσον]], ἀφίνων ἐν τῷ μέσῳ εὐρὺ [[διάστημα]], Ἡρόδ. 4. 52· εὐρ. τοὺς μυκτῆρας, διαστέλλειν, Ξεν. Ἱππ.1, 10· αὔλακας εὐρ. Θεόκρ. 13. 31· ἀνοίγω [[ἕλκος]], καθιστῶ αὐτὸ εὐρύτερον, ὄνυξι Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 99· στήθεα Ὀππ. Κυν. 3. 442. - Παθ., εὐρύνομαι, [[γίνομαι]] εὐρύτερος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. 1, 24. 2) μεταφ., [[ἐκτείνω]], ξενίου δαίμονος ἐργασίην Ἀνθ. Π. 7. 698. - Παθ., ἐκτείνομαι εἰς μακρὰν ἔκτασιν, Διον. Π. 92, Λουκ. Ἀλεκτρ. 6.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ηὔρυνον, <i>f.</i> εὐρυνῶ, <i>ao.</i> ηὔρυνα, <i>poét.</i> εὔρυνα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> élargir, agrandir;<br /><b>2</b> faire évacuer, rendre désert : εὐρ. ἀγῶνα OD faire disposer (en l’aplanissant <i>ou</i> le dégageant) un terrain (pour la danse) ; τὸ μέσον εὐρ. HDT laisser un espace vide au milieu.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]].
}}
}}