Anonymous

κυοφορέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυοφορέω''': ἐγκυμονῶ, Ἱππ. 567. 12, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 1. 2· ἔκ τινος... ὁ αὐτ.· τινά… Ἡλιόδ. 10. 18· μεταφορ., ἡ [[διάνοια]] κ. πολλὰ Φίλων 1. 183. ― Παθ., [[βρέφος]] κυοποιηθὲν Ἀρτεμίδ. 4. 67, πρβλ. 84.
|lstext='''κυοφορέω''': ἐγκυμονῶ, Ἱππ. 567. 12, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 1. 2· ἔκ τινος... ὁ αὐτ.· τινά… Ἡλιόδ. 10. 18· μεταφορ., ἡ [[διάνοια]] κ. πολλὰ Φίλων 1. 183. ― Παθ., [[βρέφος]] κυοποιηθὲν Ἀρτεμίδ. 4. 67, πρβλ. 84.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être enceinte <i>ou</i> pleine.<br />'''Étymologie:''' [[κύος]], [[φέρω]].
}}
}}