Anonymous

διοικίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ :-[[κάμνω]] τινὰς νὰ ζῶσι χωριστά, [[διασκορπίζω]], δ. τὰς πόλεις, [[διασπείρω]] τοὺς κατοίκους αὐτῶν, Ἰσοκρ. 91 Α, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 11˙ καὶ [[μᾶλλον]] ἀνεπτυγμένως, τὴν Θηβαίων πόλιν διοικιεῖν κατὰ κώμας Δημ. 59. 15˙ δ. Μαντινεῖς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Πολύβ. 4. 27, 6. -Παθ., διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῆ Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 7˙ διῳκισμένοι κατὰ κώμας Δημ. 366. 27˙ ἀκολούθως γενικῶς, διασκορπίζομαι, διὰ τὴν ἀδικίαν διῳκίσθημεν ὑπὸ τοῦ θεοῦ Πλάτ. Συμπ. 193 Α˙ πρβλ. τὸ ἑπόμ.
|lstext='''διοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ :-[[κάμνω]] τινὰς νὰ ζῶσι χωριστά, [[διασκορπίζω]], δ. τὰς πόλεις, [[διασπείρω]] τοὺς κατοίκους αὐτῶν, Ἰσοκρ. 91 Α, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 11˙ καὶ [[μᾶλλον]] ἀνεπτυγμένως, τὴν Θηβαίων πόλιν διοικιεῖν κατὰ κώμας Δημ. 59. 15˙ δ. Μαντινεῖς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Πολύβ. 4. 27, 6. -Παθ., διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῆ Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 7˙ διῳκισμένοι κατὰ κώμας Δημ. 366. 27˙ ἀκολούθως γενικῶς, διασκορπίζομαι, διὰ τὴν ἀδικίαν διῳκίσθημεν ὑπὸ τοῦ θεοῦ Πλάτ. Συμπ. 193 Α˙ πρβλ. τὸ ἑπόμ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f. att.</i> διοικιῶ, <i>ao.</i> διῴκισα, <i>pf. inus.</i><br />diviser en parties, en quartiers (une ville conquise).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[οἰκίζω]].
}}
}}