Anonymous

φοινίκιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φοινίκιος''': -α, -ον, μεταγενέστ. [[τύπος]] τοῦ [[φοινίκεος]], Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 2, 4, Πολύβ. 6. 23, 12. ΙΙ. = Φοινικικὸς Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 460, Διόδ. 3. 67., 5. 74, Πλούτ. 2. 738Ε.
|lstext='''φοινίκιος''': -α, -ον, μεταγενέστ. [[τύπος]] τοῦ [[φοινίκεος]], Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 2, 4, Πολύβ. 6. 23, 12. ΙΙ. = Φοινικικὸς Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 460, Διόδ. 3. 67., 5. 74, Πλούτ. 2. 738Ε.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />d’un rouge de pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹.
}}
}}