3,270,629
edits
(6_8) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυρέσσω''': Εὐρ. Κύκλ. 228· Ἀττικ. -ττω, Ἀριστοφ. Σφ. 813, Πλάτ.· - μέλλ. πυρέξω Ἱππ. 589. 55· - ἀόρ. ἐπύρεξα ὁ αὐτ. 42. 14., 1093F, 1131G (ὁ [[τύπος]] ἐπύρεσα [[αὐτόθι]] 1146F, κτλ., διορθοῦται νῦν ἐκ τῶν Ἀντιγράφων), Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 10· - πρκμ. πεπύρεχα ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 11. 12. - Παθητ., πρκμ. πεπύρεγμαι Γαλην.· ([[πυρετός]]). Ἔχων πυρετόν, πάσχων ἐκ πυρετοῦ, νοσῶ ἐκ πυρετοῦ, Ἱππ. 'Αφ. 1245, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Σφ. 813, Αἰσχίν. 69. 43. | |lstext='''πυρέσσω''': Εὐρ. Κύκλ. 228· Ἀττικ. -ττω, Ἀριστοφ. Σφ. 813, Πλάτ.· - μέλλ. πυρέξω Ἱππ. 589. 55· - ἀόρ. ἐπύρεξα ὁ αὐτ. 42. 14., 1093F, 1131G (ὁ [[τύπος]] ἐπύρεσα [[αὐτόθι]] 1146F, κτλ., διορθοῦται νῦν ἐκ τῶν Ἀντιγράφων), Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 10· - πρκμ. πεπύρεχα ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 11. 12. - Παθητ., πρκμ. πεπύρεγμαι Γαλην.· ([[πυρετός]]). Ἔχων πυρετόν, πάσχων ἐκ πυρετοῦ, νοσῶ ἐκ πυρετοῦ, Ἱππ. 'Αφ. 1245, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Σφ. 813, Αἰσχίν. 69. 43. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> πυρέξω, <i>ao.</i> ἐπύρεξα, <i>pf.</i> πεπύρεχα, <i>pf. Pass.</i> πεπύρεγμαι;<br />avoir la fièvre.<br />'''Étymologie:''' [[πυρετός]]. | |||
}} | }} |