Anonymous

ἀποξηραίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποξηραίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, ἐπὶ ποταμῶν, [[ξηραίνω]] ἐντελῶς, τὸ μὲν [[ἀρχαῖον]] [[ῥέεθρον]] ἀποξηρᾱναι Ἡρόδ. 2. 99: ― Παθ., ξηραίνομαι, [[γίνομαι]] ἐντελῶς [[ξηρός]], τὸ… [[ῥέεθρον]] ἀποξηρανθῆναι ὁ αὐτ. 1. 75· ἀπεξηρασμένου τοῦ ῥεέθρου [[αὐτόθι]] 186, πρβλ. 7. 109. 2) [[καθόλου]], ἐντελῶς [[ξηραίνω]], τὰς [[ναῦς]] Θουκ. 7. 12: Παθ. τὰ κρεάδι’ ἔσται τ’ οὐκ ἀπεξηραμμένα Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 5. 11˙ κριθαὶ ἀπεξ. Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 11, 3.
|lstext='''ἀποξηραίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, ἐπὶ ποταμῶν, [[ξηραίνω]] ἐντελῶς, τὸ μὲν [[ἀρχαῖον]] [[ῥέεθρον]] ἀποξηρᾱναι Ἡρόδ. 2. 99: ― Παθ., ξηραίνομαι, [[γίνομαι]] ἐντελῶς [[ξηρός]], τὸ… [[ῥέεθρον]] ἀποξηρανθῆναι ὁ αὐτ. 1. 75· ἀπεξηρασμένου τοῦ ῥεέθρου [[αὐτόθι]] 186, πρβλ. 7. 109. 2) [[καθόλου]], ἐντελῶς [[ξηραίνω]], τὰς [[ναῦς]] Θουκ. 7. 12: Παθ. τὰ κρεάδι’ ἔσται τ’ οὐκ ἀπεξηραμμένα Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 5. 11˙ κριθαὶ ἀπεξ. Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 11, 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἀπεξήρανα;<br />dessécher, mettre à sec (un cours d’eau) ; <i>Pass.</i> être à sec.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ξηραίνω]].
}}
}}