Anonymous

γόγγρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γόγγρος''': ὁ, [[ἔγχελυς]] τῆς θαλάσσης, Λατ. conger, Ἄλεξ. Ἑπτ. 1, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 17, 6, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]] ὑποκορ. γογγρίον, τό Σχόλ. Ὀππ. IΙ. ἔκφυσίς τις τῶν δένδρων, ῥόζος, Θεόγρ. Ι. Φ. 1. 8, 6.
|lstext='''γόγγρος''': ὁ, [[ἔγχελυς]] τῆς θαλάσσης, Λατ. conger, Ἄλεξ. Ἑπτ. 1, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 17, 6, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]] ὑποκορ. γογγρίον, τό Σχόλ. Ὀππ. IΙ. ἔκφυσίς τις τῶν δένδρων, ῥόζος, Θεόγρ. Ι. Φ. 1. 8, 6.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />congre, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG rien de sûr ; cf. [[γράω]] selon étym. pop. antique.
}}
}}