Anonymous

δράκαινα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δράκαινα''': -ης, -ἡ, θηλ. τοῦ [[δράκων]] (πρβλ. [[Λάκαινα]]), [[θῆλυς]] [[δράκων]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπολλ. 300· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 128· [[οὕτως]], Ἅιδου δρ., ἐπὶ τῶν Ἐρινύων τῆς Κλυταιμήστρας, Εὐρ. Ι. Τ. 286· καὶ ἐπὶ ἑταίρας, δρ. [[ἄμικτος]] Ἀναξίλ. Νεοττ. 1. ΙΙ. [[μάστιξ]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 606.
|lstext='''δράκαινα''': -ης, -ἡ, θηλ. τοῦ [[δράκων]] (πρβλ. [[Λάκαινα]]), [[θῆλυς]] [[δράκων]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπολλ. 300· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 128· [[οὕτως]], Ἅιδου δρ., ἐπὶ τῶν Ἐρινύων τῆς Κλυταιμήστρας, Εὐρ. Ι. Τ. 286· καὶ ἐπὶ ἑταίρας, δρ. [[ἄμικτος]] Ἀναξίλ. Νεοττ. 1. ΙΙ. [[μάστιξ]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 606.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />dragon femelle.<br />'''Étymologie:''' [[δράκων]].
}}
}}