Anonymous

καταστέλλω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταστέλλω''': μέλλ. -στελῶ·― διευθετῶ, βάλλω εἰς τάξιν, τακτοποιῶ, συγυρίζω, πλόκαμον τὸν ἐξεστηκότα κ. Εὐρ. Βάκχ. 933. [[στολίζω]], [[ἐνδύω]], κ. τινὰ τὰ περὶ τὼ σκέλη Ἀριστοφ. Θεσμ. 256, πρβλ. Πλούτ. 2. 69C μορφῶσαι αὐτὴν καὶ καταστεῖλαι νυμφικῶς· «καταστέλλει· περικαλύπτει» Ἡσύχ. ΙΙ. [[καταβιβάζω]], χαμηλώνω, τὰς ῥάβδους Διον. Ἁλ. 8. 44· κ. τὰ βράγχια, [[κλείω]], Πλούτ. 2. 979C. 2) [[ἐμποδίζω]], [[καταπραΰνω]], [[καταβάλλω]], πρβλ. [[ἀναστέλλω]], Εὐρ. Ι. Α. 934· κ. τὰ ὑπερσαρκοῦντα Διοσκ. 2. 1· ἡ [[φιλοσοφία]] σωφρονίζουσα καὶ τὰ ψυχικὰ [[πάθη]] καταστέλλουσα Σέξτ. Ἐμπ. 357· τὸν ὄχλον Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 35· ὁ Ἀχιλλεὺς κατεπραΰνετο τῇ κιθάρᾳ δυναμένῃ καταστέλλειν τὸ πυρῶδες Ἀθήν. 624Α· κ. τὴν ἐπιθυμίαν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 19, 5· τοὺς νέους Πλούτ. 2. 207Ε, πρβλ. 547Β· τοὺς ἀναισχυντοῦντας διὰ τῆς ἀνάγκης κατεστάλκεισαν Διοδ. Ἐκλογ. σ. 630, 85·― Παθ., ἅπαντα λήξει καὶ κατασταλήσεται Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 7· ἐπὶ προσώπων, ὁ κατεσταλμένος, ἀνὴρ ἡσύχου χαρακτῆρος, ἀντίθ. τῷ [[τολμηρός]], Διόδ. 1. 76, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 10· κατέσταλται πρὸς τὸ [[κόσμιον]] Πλουτ. Σύγκρ. Λυκούργ. κ. Νουμᾶ 3, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 4. 29, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 23, 16· τὸ [[φρόνημα]] κατέσταλται καὶ μεμείωται Αἰλ. π. Ζ. 4, 27· ἐπὶ τὸ αἰδῆμον, ἐπὶ τὸ κατεσταλμένον Ἐπικτ. Διατρ. 4. 12, 4· τὸν ἀπαθῆ, τὸν κατεσταλμένον 4, 4, 10· κατεσταλμένον τὸ [[βλέμμα]] 8. 17· κατεσταλμένος καὶ σεμνὸς Ἀρτεμ. 2. 35.
|lstext='''καταστέλλω''': μέλλ. -στελῶ·― διευθετῶ, βάλλω εἰς τάξιν, τακτοποιῶ, συγυρίζω, πλόκαμον τὸν ἐξεστηκότα κ. Εὐρ. Βάκχ. 933. [[στολίζω]], [[ἐνδύω]], κ. τινὰ τὰ περὶ τὼ σκέλη Ἀριστοφ. Θεσμ. 256, πρβλ. Πλούτ. 2. 69C μορφῶσαι αὐτὴν καὶ καταστεῖλαι νυμφικῶς· «καταστέλλει· περικαλύπτει» Ἡσύχ. ΙΙ. [[καταβιβάζω]], χαμηλώνω, τὰς ῥάβδους Διον. Ἁλ. 8. 44· κ. τὰ βράγχια, [[κλείω]], Πλούτ. 2. 979C. 2) [[ἐμποδίζω]], [[καταπραΰνω]], [[καταβάλλω]], πρβλ. [[ἀναστέλλω]], Εὐρ. Ι. Α. 934· κ. τὰ ὑπερσαρκοῦντα Διοσκ. 2. 1· ἡ [[φιλοσοφία]] σωφρονίζουσα καὶ τὰ ψυχικὰ [[πάθη]] καταστέλλουσα Σέξτ. Ἐμπ. 357· τὸν ὄχλον Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 35· ὁ Ἀχιλλεὺς κατεπραΰνετο τῇ κιθάρᾳ δυναμένῃ καταστέλλειν τὸ πυρῶδες Ἀθήν. 624Α· κ. τὴν ἐπιθυμίαν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 19, 5· τοὺς νέους Πλούτ. 2. 207Ε, πρβλ. 547Β· τοὺς ἀναισχυντοῦντας διὰ τῆς ἀνάγκης κατεστάλκεισαν Διοδ. Ἐκλογ. σ. 630, 85·― Παθ., ἅπαντα λήξει καὶ κατασταλήσεται Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 7· ἐπὶ προσώπων, ὁ κατεσταλμένος, ἀνὴρ ἡσύχου χαρακτῆρος, ἀντίθ. τῷ [[τολμηρός]], Διόδ. 1. 76, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 10· κατέσταλται πρὸς τὸ [[κόσμιον]] Πλουτ. Σύγκρ. Λυκούργ. κ. Νουμᾶ 3, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 4. 29, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 23, 16· τὸ [[φρόνημα]] κατέσταλται καὶ μεμείωται Αἰλ. π. Ζ. 4, 27· ἐπὶ τὸ αἰδῆμον, ἐπὶ τὸ κατεσταλμένον Ἐπικτ. Διατρ. 4. 12, 4· τὸν ἀπαθῆ, τὸν κατεσταλμένον 4, 4, 10· κατεσταλμένον τὸ [[βλέμμα]] 8. 17· κατεσταλμένος καὶ σεμνὸς Ἀρτεμ. 2. 35.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> mettre en ordre, arranger, disposer, acc.;<br /><b>II.</b> réprimer, <i>d’où</i><br /><b>1</b> contenir, calmer ; <i>Pass.</i> être contenu, <i>d’où au pf.</i> être calme, tranquille : κατεσταλμένος (homme) d’un caractère calme ; τὸ κατεσταλμένον calme (de la tenue, du regard);<br /><b>2</b> prendre soin de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στέλλω]].
}}
}}