3,277,301
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σίσυρνα''': ἡ, = [[σισύρα]], [[ἔνδυμα]] ἐκ δορᾶς, διάφ. γραφ. παρ’ Ἡροδ. 4. 109., 7. 67· τῆς σ. τῆς λεοντείας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 108· [[ὡσαύτως]] [[σίσυρνος]], ὁ, σίσυρνον, τό, Ἡσύχ.· - ὑποκοριστ. σισύρνιον (καὶ σισυρίνιον), τό, παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Θεόκρ. 5. 15. | |lstext='''σίσυρνα''': ἡ, = [[σισύρα]], [[ἔνδυμα]] ἐκ δορᾶς, διάφ. γραφ. παρ’ Ἡροδ. 4. 109., 7. 67· τῆς σ. τῆς λεοντείας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 108· [[ὡσαύτως]] [[σίσυρνος]], ὁ, σίσυρνον, τό, Ἡσύχ.· - ὑποκοριστ. σισύρνιον (καὶ σισυρίνιον), τό, παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Θεόκρ. 5. 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[σισύρα]]. | |||
}} | }} |