3,277,020
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλῠτός''': -ή, -όν, ἀλλὰ κλυτὸς Ἱπποδάμεια, κλυτὸς [[Ἀμφιτρίτη]] Ἰλ. Β. 742, Ὀδ. Ε. 422· ([[κλύω]])· ― [[κυρίως]] [[ἀκουστός]], ἠχηρός, [[μεγαλόφωνος]], (ὥς τινες ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ἐν Πινδ. Ο. 14. 31, Π. 10. 10, Αἰσχύλ. Χο. 651, ἴδε κατωτ. 2)· [[ἀλλά]], [[καθόλου]], «ἐξακουστός», περὶ οὗ ἤκουσεν ἢ ἀκούει τις, δηλ. [[περίφημος]], [[διάσημος]], [[ὀνομαστός]], [[ἔνδοξος]], παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῶν θεῶν καὶ ἡρώων· ― [[ὡσαύτως]] τῶν ἀνθρώπων ἐν συνόλῳ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ κατώτερα ζῷα, κλυτὰ φῦλ’ ἀνθρώπων Ἰλ. Ξ. 361· κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν Ὀδ. Κ. 526· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]], [[ὄνομα]] κλυτόν, ἔνδοξον (ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Ι. 364, κατὰ τὸν Σχολ., [[ὄνομα]] κλυτόν, σημαίνει τὸ [[ὄνομα]] δι’ οὗ καλεῖταί τις)· ἐπὶ [[πόλεων]], κλυτὸν Ἄργος Ἰλ. Ω. 437. 2) ἀκολούθως καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ὡς τὸ [[κλειτός]], [[λαμπρός]], [[μεγαλοπρεπής]], [[ὡραῖος]], [[ἄλσος]] Ὀδ. Ζ. 321· δώματα Ἰλ. Β. 854, κ.τ.λ.· λιμὴν Ὀδ. Κ. 87., Ο. 472· κλυτὰ μῆλα Ι. 308· κλυτοῖς αἰπολίοις Σοφ. Αἴ. 375, (ἂν καὶ ἐν τοῖς τελευταίοις τούτοις παραδείγμασιν ἑρμηνεύουσί τινες διὰ τοῦ [[θορυβώδης]], παραβάλλοντες κλ. [[ὄρνις]] = [[ἀλεκτρυών]], παρ’ Ἡσυχ., ἴδε ἐν ἀρχ.)· ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἰδίως ἐπὶ τῶν ἔργων τῆς ἀνθρωπίνης δεξιότητος, [[οἷον]] ἐπὶ ὅπλων καὶ ἐνδυμάτων, κλυτὰ ἔργα, εἵματα, τεύχεα· [[συχνάκις]] οὕτω παρὰ Πινδ. δαίς, ἀοιδαί, [[φόρμιγξ]], κτλ., Ο. 8. 69. Ν. 7. 24, Ι. 2. 4, κτλ.· καὶ [[ἐνίοτε]] παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, Σοφ. Ἀντ. 1118, Αἴ. 177, 375, Εὐρ. Ι. Α. 263. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἴδε Buttm. Λεξίλ. ἐν λέξ. [[κλειτός]], προσθῆκ. ― Ἡ μόνη διαφορὰ παρ’ Ὁμ. μεταξὺ τοῦ κλειτὸς καὶ κλυτὸς φαίνεται ὅτι κεῖται εἰς τὴν ποσότητα, Buttm. [[αὐτόθι]]. | |lstext='''κλῠτός''': -ή, -όν, ἀλλὰ κλυτὸς Ἱπποδάμεια, κλυτὸς [[Ἀμφιτρίτη]] Ἰλ. Β. 742, Ὀδ. Ε. 422· ([[κλύω]])· ― [[κυρίως]] [[ἀκουστός]], ἠχηρός, [[μεγαλόφωνος]], (ὥς τινες ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ἐν Πινδ. Ο. 14. 31, Π. 10. 10, Αἰσχύλ. Χο. 651, ἴδε κατωτ. 2)· [[ἀλλά]], [[καθόλου]], «ἐξακουστός», περὶ οὗ ἤκουσεν ἢ ἀκούει τις, δηλ. [[περίφημος]], [[διάσημος]], [[ὀνομαστός]], [[ἔνδοξος]], παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῶν θεῶν καὶ ἡρώων· ― [[ὡσαύτως]] τῶν ἀνθρώπων ἐν συνόλῳ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ κατώτερα ζῷα, κλυτὰ φῦλ’ ἀνθρώπων Ἰλ. Ξ. 361· κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν Ὀδ. Κ. 526· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]], [[ὄνομα]] κλυτόν, ἔνδοξον (ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Ι. 364, κατὰ τὸν Σχολ., [[ὄνομα]] κλυτόν, σημαίνει τὸ [[ὄνομα]] δι’ οὗ καλεῖταί τις)· ἐπὶ [[πόλεων]], κλυτὸν Ἄργος Ἰλ. Ω. 437. 2) ἀκολούθως καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ὡς τὸ [[κλειτός]], [[λαμπρός]], [[μεγαλοπρεπής]], [[ὡραῖος]], [[ἄλσος]] Ὀδ. Ζ. 321· δώματα Ἰλ. Β. 854, κ.τ.λ.· λιμὴν Ὀδ. Κ. 87., Ο. 472· κλυτὰ μῆλα Ι. 308· κλυτοῖς αἰπολίοις Σοφ. Αἴ. 375, (ἂν καὶ ἐν τοῖς τελευταίοις τούτοις παραδείγμασιν ἑρμηνεύουσί τινες διὰ τοῦ [[θορυβώδης]], παραβάλλοντες κλ. [[ὄρνις]] = [[ἀλεκτρυών]], παρ’ Ἡσυχ., ἴδε ἐν ἀρχ.)· ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἰδίως ἐπὶ τῶν ἔργων τῆς ἀνθρωπίνης δεξιότητος, [[οἷον]] ἐπὶ ὅπλων καὶ ἐνδυμάτων, κλυτὰ ἔργα, εἵματα, τεύχεα· [[συχνάκις]] οὕτω παρὰ Πινδ. δαίς, ἀοιδαί, [[φόρμιγξ]], κτλ., Ο. 8. 69. Ν. 7. 24, Ι. 2. 4, κτλ.· καὶ [[ἐνίοτε]] παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, Σοφ. Ἀντ. 1118, Αἴ. 177, 375, Εὐρ. Ι. Α. 263. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἴδε Buttm. Λεξίλ. ἐν λέξ. [[κλειτός]], προσθῆκ. ― Ἡ μόνη διαφορὰ παρ’ Ὁμ. μεταξὺ τοῦ κλειτὸς καὶ κλυτὸς φαίνεται ὅτι κεῖται εἰς τὴν ποσότητα, Buttm. [[αὐτόθι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />dont on entend parler ; glorieux, célèbre, illustre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κλύω]]. | |||
}} | }} |