Anonymous

διαβουκολέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβουκολέω''': ἀπατῶ μὲ ψευδεῖς ἐλπίδας, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 5. 2. - Μέσ., διαβουκολεῖσθαί τινι, ἐξαπατῶ ἐμαυτὸν μέ τι, θέλγομαι, Θεμίστ. 255D.
|lstext='''διαβουκολέω''': ἀπατῶ μὲ ψευδεῖς ἐλπίδας, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 5. 2. - Μέσ., διαβουκολεῖσθαί τινι, ἐξαπατῶ ἐμαυτὸν μέ τι, θέλγομαι, Θεμίστ. 255D.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br />repaître de vaines espérances ; <i>Pass.</i> se repaître, se délecter de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βουκολέω]].
}}
}}