Anonymous

ὑπόδρα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόδρᾰ''': Ἐπικ. ἐπίρρ. ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ φράσει [[ὑπόδρα]] ἰδών, «δεινὸν ὑποβλεψάμενος» (Σχόλ.), «ἀγριοκυττάξας αὐτόν», Ἰλ. Α. 148, κ. ἀλλ· πρβλ. [[ὑποδράξ]]. (Πιθανῶς ἐκ τῆς προθ. ὑπό, καὶ √ ΔΡΑ βραχυτέρου τύπου τῆς √ ΔΕΡΚ ἢ ΔΡΑΚ, ἴδε [[δέρκομαι]]).
|lstext='''ὑπόδρᾰ''': Ἐπικ. ἐπίρρ. ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ φράσει [[ὑπόδρα]] ἰδών, «δεινὸν ὑποβλεψάμενος» (Σχόλ.), «ἀγριοκυττάξας αὐτόν», Ἰλ. Α. 148, κ. ἀλλ· πρβλ. [[ὑποδράξ]]. (Πιθανῶς ἐκ τῆς προθ. ὑπό, καὶ √ ΔΡΑ βραχυτέρου τύπου τῆς √ ΔΕΡΚ ἢ ΔΡΑΚ, ἴδε [[δέρκομαι]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><i>dans la locut.</i> [[ὑπόδρα]] [[ἰδών]] IL regardant en dessous <i>ou</i> de côté, d’un regard irrité <i>ou</i> jaloux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποδράω]].
}}
}}