Anonymous

ναυκρατέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ναυκρᾰτέω''': ἔχω τὸ [[κράτος]] ἐν τῇ θαλάσσῃ, εἶμαι [[θαλασσοκράτωρ]], Θουκ. 7. 60. - Παθ., θαλασσοκρατοῦμαι, ἡττῶμαι κατὰ θάλασσαν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 8.
|lstext='''ναυκρᾰτέω''': ἔχω τὸ [[κράτος]] ἐν τῇ θαλάσσῃ, εἶμαι [[θαλασσοκράτωρ]], Θουκ. 7. 60. - Παθ., θαλασσοκρατοῦμαι, ἡττῶμαι κατὰ θάλασσαν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 8.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />dominer <i>ou</i> vaincre sur mer.<br />'''Étymologie:''' [[ναυκράτης]].
}}
}}