3,277,206
edits
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνωμότης''': -ου, ὁ, ὁ δι’ ὅρκου συνδεδεμένος, ὁ ἔχων [[μέρος]] εἰς συνωμοσίαν, [[σύμμαχος]] (πρβλ. [[συνόμνυμι]] ΙΙ), Σοφ. Ο. Κ. 1302, Ἀριστοφ. Ἱππ. 257, 453, κ. ἀλλ., Σφ. 507, Ἀνδοκ. 29. 29, κτλ.· οἱ σ. ἐπὶ τῷ Πέρσῃ Ἡρόδ. 7. 148· σ. τινὸς Πλουτ. Ἀντών. 2· σ. τῆς ἐπιβουλῆς, ἔχων [[μέρος]] ἐν τῇ συνωμοσίᾳ, Ἡρῳδιαν. 4. 14· ― μεταφορ., [[ὕπνος]] [[πόνος]] τε, κύριοι ξυν. Αἰσχύλ. Εὐμ. 126. | |lstext='''συνωμότης''': -ου, ὁ, ὁ δι’ ὅρκου συνδεδεμένος, ὁ ἔχων [[μέρος]] εἰς συνωμοσίαν, [[σύμμαχος]] (πρβλ. [[συνόμνυμι]] ΙΙ), Σοφ. Ο. Κ. 1302, Ἀριστοφ. Ἱππ. 257, 453, κ. ἀλλ., Σφ. 507, Ἀνδοκ. 29. 29, κτλ.· οἱ σ. ἐπὶ τῷ Πέρσῃ Ἡρόδ. 7. 148· σ. τινὸς Πλουτ. Ἀντών. 2· σ. τῆς ἐπιβουλῆς, ἔχων [[μέρος]] ἐν τῇ συνωμοσίᾳ, Ἡρῳδιαν. 4. 14· ― μεταφορ., [[ὕπνος]] [[πόνος]] τε, κύριοι ξυν. Αἰσχύλ. Εὐμ. 126. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />conjuré ; [[συνωμότης]] τινός complice de qqn dans une conjuration.<br />'''Étymologie:''' [[συνόμνυμι]]. | |||
}} | }} |