Anonymous

συμπήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπήγνῡμι''': καὶ -ύω· μέλλ. -πήξω. Πήγνυμι [[ὁμοῦ]], [[συναρμόζω]], κατασευάζω, τάφον Εὐρ. Ἱκέτ. 938· ψεύσταν λόγον Πινδ. Ν. 5. 53· [[στέγασμα]] Πλάτ. Τίμ. 73D· σύριγγα Θεόκρ. 8. 23, κτλ.· σ. τὴν οὐσίαν ἐκ..., Πλουτ. 2. 1118D. ― Μέσ., [[κατασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν, σ. δίφρον Κριτίας 1. 10, πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διαλ. 25. 3, Ἔρωτ. 53. 2) Παθ., [[μετὰ]] β΄ πρκμ. συμπέπηγα, συντίθεμαι, [[σύγκειμαι]], Ἀναξαγ. 4, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 46B· ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16. ΙΙ. ποιῶ τι στερεόν, συμπαγές, «πήζω» συμπυκνῶ, Ἰλ. Ε. 902 (ἴδε ἐν λέξ. [[ἐπείγω]] ΙΙΙ. 2)· σ. τὸ [[σῶμα]] Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 4, 8, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 85D· ― Παθ. [[μετὰ]] β΄ πρκμ., [[γίνομαι]] [[στερεός]], συμπυκνοῦμαι, [[αὐτόθι]] 59E, 81B, 91A, κτλ.· ἐπὶ λιθαρίων ἐν τῇ κύστει, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286.
|lstext='''συμπήγνῡμι''': καὶ -ύω· μέλλ. -πήξω. Πήγνυμι [[ὁμοῦ]], [[συναρμόζω]], κατασευάζω, τάφον Εὐρ. Ἱκέτ. 938· ψεύσταν λόγον Πινδ. Ν. 5. 53· [[στέγασμα]] Πλάτ. Τίμ. 73D· σύριγγα Θεόκρ. 8. 23, κτλ.· σ. τὴν οὐσίαν ἐκ..., Πλουτ. 2. 1118D. ― Μέσ., [[κατασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν, σ. δίφρον Κριτίας 1. 10, πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διαλ. 25. 3, Ἔρωτ. 53. 2) Παθ., [[μετὰ]] β΄ πρκμ. συμπέπηγα, συντίθεμαι, [[σύγκειμαι]], Ἀναξαγ. 4, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 46B· ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16. ΙΙ. ποιῶ τι στερεόν, συμπαγές, «πήζω» συμπυκνῶ, Ἰλ. Ε. 902 (ἴδε ἐν λέξ. [[ἐπείγω]] ΙΙΙ. 2)· σ. τὸ [[σῶμα]] Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 4, 8, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 85D· ― Παθ. [[μετὰ]] β΄ πρκμ., [[γίνομαι]] [[στερεός]], συμπυκνοῦμαι, [[αὐτόθι]] 59E, 81B, 91A, κτλ.· ἐπὶ λιθαρίων ἐν τῇ κύστει, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> συνέπηξα;<br /><i>litt.</i> ficher <i>ou</i> fixer ensemble ; assembler, construire ; faire coaguler;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμπήγνυμαι construire pour soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πήγνυμι]].
}}
}}