3,277,637
edits
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλύζω''': μέλλ. κλύσω ῠ, Ἐπικ. κλύσσω. ― Παθητ., ἀόρ. ἐκλύσθην: πρκμ. κέκλυσμαι. (Ἐκ τῆς √ΚΛΥ, πρβλ. Λατ. clu-ere = purgare, clo-aca· [[ὥστε]] τὸ δ (ζ) πιθανῶς ἀπώλετο ἐν τῷ Λατιν. cluere· πρβλ. Γοτθ. hlut-rs ([[ἁγνός]]), hlut-rei, hlutritha ([[εἰλικρίνεια]])· Ἀρχ. Γερμ. hlût-ar (lauter).) Ἐπὶ τῆς θαλάσσης, [[περιβρέχω]], διὰ τῶν κυμάτων ὁρμῶ καὶ [[σκεπάζω]], μετ’ αἰτ., ἔνθ’ ἐμὲ μὲν μέγα... κλύσσει Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 75, πρβλ. Βατραχομ. 76· ἀπολ., ὑψοῦμαι, κύματος δίκην κλύζειν πρὸς αὐγὰς ([[οὕτως]] ὁ Schütz ἀντὶ κλύειν) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1181· πρβλ. ἐπικλύζω· ― ἀλλὰ τοῦτο συχνότερον ἐν τῷ παθ., ἐκλύσθη [[θάλασσα]] [[ποτὶ]] κλισίας Ἰλ. Ξ. 392· ἐκλύσθη δὲ [[θάλασσα]]... ὑπὸ πέτρης, ἀνεπήδησεν ὑψηλά, «ἔκαμε κύματα», [[ἕνεκα]] τοῦ πεσόντος βράχου, Ὀδ. Ι. 484, 541· λιμὴν... κλυζομένῳ [[ἴκελος]], φαινόμενος ὡς νὰ κυμαίνηται, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 209· ἐπὶ γῆς, βρέχομαι ὑπὸ τῆς θαλάσσης, περιοδικῶς καλύπτομαι, Πολύβ. 34. 11, 2. ΙΙ. [[ἀποπλύνω]], [[ἐκπλύνω]], «ξεπλύνω», χολὴν κλύζουσι φαρμάκῳ Σοφ. Ἀποσπ. 733· μεταφορ., [[θάλασσα]] κλύζει πάντα τἀνθρώπων κακὰ Εὐρ. Ι. Τ. 1193. 2) [[ἐκπλύνω]], [[καθαρίζω]], τὸ [[ἔκπωμα]] Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9· τοὺς μυκτῆρας οἴνῳ, δι’ οἴνου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 21. 3· διὰ κλυστηρίου, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, Ἀνθ. Π. 11. 118. 3) εἰς ὦτα κλ., χέω [[ὕδωρ]] εἰς τὰ ὦτα καὶ οὕτω [[καθαρίζω]] αὐτά, Εὐρ. Ἱππ. 654. 4) παρὰ Θεοκρ. 1. 27, [[κισσύβιον]] κεκλυσμένον καρῷ, τετριμμένον ἢ ἐπικεκαλυμμένον μὲ [[στρῶμα]] κηροῦ. | |lstext='''κλύζω''': μέλλ. κλύσω ῠ, Ἐπικ. κλύσσω. ― Παθητ., ἀόρ. ἐκλύσθην: πρκμ. κέκλυσμαι. (Ἐκ τῆς √ΚΛΥ, πρβλ. Λατ. clu-ere = purgare, clo-aca· [[ὥστε]] τὸ δ (ζ) πιθανῶς ἀπώλετο ἐν τῷ Λατιν. cluere· πρβλ. Γοτθ. hlut-rs ([[ἁγνός]]), hlut-rei, hlutritha ([[εἰλικρίνεια]])· Ἀρχ. Γερμ. hlût-ar (lauter).) Ἐπὶ τῆς θαλάσσης, [[περιβρέχω]], διὰ τῶν κυμάτων ὁρμῶ καὶ [[σκεπάζω]], μετ’ αἰτ., ἔνθ’ ἐμὲ μὲν μέγα... κλύσσει Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 75, πρβλ. Βατραχομ. 76· ἀπολ., ὑψοῦμαι, κύματος δίκην κλύζειν πρὸς αὐγὰς ([[οὕτως]] ὁ Schütz ἀντὶ κλύειν) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1181· πρβλ. ἐπικλύζω· ― ἀλλὰ τοῦτο συχνότερον ἐν τῷ παθ., ἐκλύσθη [[θάλασσα]] [[ποτὶ]] κλισίας Ἰλ. Ξ. 392· ἐκλύσθη δὲ [[θάλασσα]]... ὑπὸ πέτρης, ἀνεπήδησεν ὑψηλά, «ἔκαμε κύματα», [[ἕνεκα]] τοῦ πεσόντος βράχου, Ὀδ. Ι. 484, 541· λιμὴν... κλυζομένῳ [[ἴκελος]], φαινόμενος ὡς νὰ κυμαίνηται, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 209· ἐπὶ γῆς, βρέχομαι ὑπὸ τῆς θαλάσσης, περιοδικῶς καλύπτομαι, Πολύβ. 34. 11, 2. ΙΙ. [[ἀποπλύνω]], [[ἐκπλύνω]], «ξεπλύνω», χολὴν κλύζουσι φαρμάκῳ Σοφ. Ἀποσπ. 733· μεταφορ., [[θάλασσα]] κλύζει πάντα τἀνθρώπων κακὰ Εὐρ. Ι. Τ. 1193. 2) [[ἐκπλύνω]], [[καθαρίζω]], τὸ [[ἔκπωμα]] Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9· τοὺς μυκτῆρας οἴνῳ, δι’ οἴνου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 21. 3· διὰ κλυστηρίου, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, Ἀνθ. Π. 11. 118. 3) εἰς ὦτα κλ., χέω [[ὕδωρ]] εἰς τὰ ὦτα καὶ οὕτω [[καθαρίζω]] αὐτά, Εὐρ. Ἱππ. 654. 4) παρὰ Θεοκρ. 1. 27, [[κισσύβιον]] κεκλυσμένον καρῷ, τετριμμένον ἢ ἐπικεκαλυμμένον μὲ [[στρῶμα]] κηροῦ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> κλύσω, <i>ao.</i> ἔκλυσα, <i>pf.</i> κέκλυκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐκλύσθην, <i>pf.</i> κέκλυσμαι;<br /><b>1</b> battre de ses flots, baigner de ses flots ; <i>Pass., en parl. de la mer</i> être battu, heurté, repoussé : ὑπὸ πέτρης OD par une roche ; <i>abs.</i> être agité, s’agiter;<br /><b>2</b> laver, nettoyer : [[εἰς]] [[ὦτα]] EUR verser dans l’oreille (une eau limpide pour la purifier des propositions qui l’ont souillée) ; <i>fig.</i> τἀνθρώπων κακά EUR chasser les maux des hommes ; [[ἔκπωμα]] XÉN rincer une coupe.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κλύδων]]. | |||
}} | }} |