Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εἰδωλοποιέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰδωλοποιέω''': [[πλάττω]] [[εἴδωλον]], [[σχηματίζω]] εἰκόνα, [[κυρίως]] ἐν τῷ νῷ, εἴδωλα εἰδωλοποιοῦντι, τοῦ δὲ ἀληθοῦς [[πόρρω]] [[πάνυ]] ἀφεστῶτι Πλάτ. Πολ. 605C, πρβλ. Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 3, 4. ΙΙ. [[παριστάνω]] δι’ ὁμοιώματος ἢ εἰκόνος, τινὰ Διοδ. Ἐκλογ. 519. 22· [[παριστάνω]], [[περιγράφω]], Λογγῖν. 15.
|lstext='''εἰδωλοποιέω''': [[πλάττω]] [[εἴδωλον]], [[σχηματίζω]] εἰκόνα, [[κυρίως]] ἐν τῷ νῷ, εἴδωλα εἰδωλοποιοῦντι, τοῦ δὲ ἀληθοῦς [[πόρρω]] [[πάνυ]] ἀφεστῶτι Πλάτ. Πολ. 605C, πρβλ. Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 3, 4. ΙΙ. [[παριστάνω]] δι’ ὁμοιώματος ἢ εἰκόνος, τινὰ Διοδ. Ἐκλογ. 519. 22· [[παριστάνω]], [[περιγράφω]], Λογγῖν. 15.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire une reproduction, représenter;<br /><b>2</b> se représenter par l’imagination.<br />'''Étymologie:''' [[εἰδωλοποιός]].
}}
}}