3,277,301
edits
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἦχος''': ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ ἠχή, Ἀριστ. Ἀκουστ. 67 κ. ἀλλ., Θεόκρ. 27. 56· παγᾶς Μόσχ. 5. 12· αὐλοῦ [[αὐτόθι]] 2. 98· τῆς φωνῆς ὁ [[ἦχος]] ἐν ταῖς ἀκοαῖς παραμένει Λουκ. Νιγρ. 7· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ φωνὴ ὑπὸ Πλουτ. 2. 903Α· - [[ἦχος]] ἐν ὠσί, ἢ ἀπολ. ἦχοι, [[ἦχος]], ὁ ἐν τοῖς ὠσὶν [[ἦχος]], Ἱππ. Κωακ. 149, Προγν. 68. 2) ἠχώ, Ἀριστ. Προβλ. 11. 8· [[πέντε]] ἤχους ἀπεργάζεσθαι Πλούτ. 2. 903Α. | |lstext='''ἦχος''': ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ ἠχή, Ἀριστ. Ἀκουστ. 67 κ. ἀλλ., Θεόκρ. 27. 56· παγᾶς Μόσχ. 5. 12· αὐλοῦ [[αὐτόθι]] 2. 98· τῆς φωνῆς ὁ [[ἦχος]] ἐν ταῖς ἀκοαῖς παραμένει Λουκ. Νιγρ. 7· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ φωνὴ ὑπὸ Πλουτ. 2. 903Α· - [[ἦχος]] ἐν ὠσί, ἢ ἀπολ. ἦχοι, [[ἦχος]], ὁ ἐν τοῖς ὠσὶν [[ἦχος]], Ἱππ. Κωακ. 149, Προγν. 68. 2) ἠχώ, Ἀριστ. Προβλ. 11. 8· [[πέντε]] ἤχους ἀπεργάζεσθαι Πλούτ. 2. 903Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> bruit, son;<br /><b>2</b> écho.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἠχώ]]. | |||
}} | }} |